Διαβάστε ακόμα: Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός: η μυστική υπερδύναμη, η ευεργεσία στον Σελινούντα, το τέλος, ο θρύλος
Διαθέτουμε τους τίτλους δύο έργων του Εμπεδοκλή, τίτλους που ενδεχομένως οφείλουμε σε μεταγενέστερους του φιλοσόφου σχολιαστές: Περί Φύσεως και Καθαρμοί. Από αυτά τα δύο έμμετρα κείμενα δεν μας απομένουν σήμερα παρά μόνον κάποια αποσπάσματα.
I. Ο Σφαίρος
Το Είναι για τον Παρμενίδη σημαίνει διάρκεια, κι ο δρόμος της αλήθειας είναι μόνον αυτός που μας οδηγεί σ’ ένα Είναι που δεν γνωρίζει το γίγνεσθαι. Στο ποίημά του ο Παρμενίδης παρομοίαζε το Είναι με μια τέλεια σφαίρα, ακίνητη μέσα στα δεσμά της ανάγκης, συνεχή κι απόλυτα συνεκτική καθεαυτή. Θα μπορούσε να πει κανείς πως, με τον Ηράκλειτο, ο παρμενίδειος Σφαίρος μπαίνει σε κίνηση, κίνηση, όμως, που δεν απολήγει στην αυτοϋπέρβαση, καθώς στην καρδιά της ίδιας της κίνησης κατοικεί ο Λόγος, που, εδώ κι αμέτρητα χρόνια, μας χαρίζει το, συχνά ακατάληπτο για μας, νόημα των πραγμάτων και των όντων. Ο πόλεμος των αντιθέτων βρυχάται μέσα στην καρδιά του Είναι, που παραμένει, ωστόσο, αρμονικό, στα όρια που του θέτουν ακατάλυτοι δεσμοί, σαν τον Ήλιο που ποτέ δεν θα ξεπεράσει τα όριά του. Με τον Ηράκλειτο ο παρμενίδειος Σφαίρος προικίστηκε με τη δύναμη να κινείται γύρω από τον εαυτό του, δίχως όμως να μπορεί ποτέ να ξεφύγει απ’ αυτόν, εφόσον το γίγνεσθαι για το οποίο μας μιλά ο Ηράκλειτος δεν είναι ένα γίγνεσθαι του Είναι αλλά ένα γίγνεσθαι εντός του Είναι.
Ο Εμπεδοκλής αναγορεύει τον Σφαίρο σε αυτή την αρχέγονη οντολογική σφαίρα. Πνεύμα ιερό και άρρηκτο, όπου τίποτα ακόμα δεν έχει διαφοροποιηθεί. Όντας άσπιλο φως, αγνοεί τις σκιές, που το Μίσος κάνει να ξεπηδήσουν μέσα από τις διαιρέσεις που επιβάλλει:
Έτσι ακουμπά μέσ’ στον πυκνό της αρμονίας τον κόρφο
κυκλόμορφος, καμαρωτός, στη μοναξιά του ο Σφαίρος.
Γιατί δυο απ’ τη ράχη του φτερά δεν ξεπετιούνται
ούτε και πόδια, γόνατα γοργά και γενετήσια μέλη
μα Σφαίρος ήταν και παντούθ’ ίσιος με τον εαυτό του (απ. 27-29).
Τίποτα δεν του είναι εξωτερικό - είναι η απόλυτη θεότητα, απροσπέλαστη από τους ανθρώπους. Ο Σφαίρος υπάρχει πριν από κάθε Μίσος, κάθε διαίρεση, κάθε ρήξη· δεν δρα ούτε πάσχει - αγνοεί τη σύγκρουση και την πολλαπλότητα: υπάρχει.
Αναφερόμενος ακριβώς σ’ αυτόν τον πρωταρχικό Σφαίρο, κάνει λόγο ο Εμπεδοκλής και για τον χαμένο παράδεισο, τον πρωτόγονο χρυσό αιώνα, όπου βασίλευε η αθωότητα. Από κει οι άνθρωποι ξέπεσαν στη γη, όπου έγιναν έρμαιο της πάλης των αντιθέτων: μόνοι οι ευσεβείς θα επιστρέφουν κάποτε δίπλα στους θεούς για να γευτούν και πάλι την γαλήνη και την αρμονία· έτσι, λοιπόν, θα γνωρίσουν ξανά την εποχή εκείνη που «υπάκουα όλα κι ήμερα τα ζώα προς τους ανθρώπους ήταν, αγρίμια και πουλιά, κι έλαμπε η καλοσύνη (φιλοφροσύνη)» (απ. 130).
Έτσι, ο θεϊκός Σφαίρος αποτελεί το πρωταρχικό θεμέλιο κάθε απαρχής· δεν είναι μια ενότητα μεταξύ άλλων ούτε μια ενότητα του πολλαπλού, αλλά είναι Εν, όπως η σφαίρα, της οποίας η περιφέρεια αποτελείται από σημεία ίσης απόστασης από ένα σταθερό κέντρο, περί του οποίου διατάσσεται τείνουσα προς αυτό μια μάζα, η οποία ποτέ δεν εξέρχεται εαυτής, αλλά παραμένει καθεαυτή οριστικά περατωμένη.
ΙI. Η Αγάπη και το Μίσος
Ο Εμπεδοκλής έμεινε κυρίως γνωστός ως ο φιλόσοφος που αντιλαμβανόταν τη ζωή του κόσμου σαν μια συμπαντική τραγωδία που εξελίσσεται μέσω της ανηλεούς σύγκρουσης των δύο εκείνων μεγάλων δυνάμεων που διέπουν κάθε φαινόμενο και κάθε συμβάν του κόσμου: της Αγάπης (Φιλότης) και του Μίσους (Νεῖκος).
Έχουμε επιμείνει στην ιδέα των Πυθαγορείων να ορίζουν τον αριθμό ως τη συνέπεια του τεμαχισμού της πρωταρχικής κι αρχέγονης Ενότητας – Όλου και όχι ως παράθεση στοιχειωδών ενοτήτων. Οι Πυθαγόρειοι, ωστόσο, παρέμεναν σιωπηλοί σχετικά με το ζήτημα του λόγου ή της δύναμης που οδήγησε τελικά το Ένα να διαμελιστεί σαν τον Διόνυσο – Ζαγρέα, όπως άλλωστε δεν έλεγαν τίποτε και για το τι επέβαλε την συγκρότηση των αριθμών – παραστάσεων. Οι ορφικές παραδόσεις, όμως, σχετικά με τις οποίες ακόμα αγνοούμε αν είναι αυτές που επηρέασαν τους Πυθαγόρειους ή αντίθετα οι Πυθαγόρειοι τις παραδόσεις αυτές, διέθεταν ολόκληρη εσχατολογία, ενισχυόμενη από θεωρίες της μετεμψύχωσης και της μετενσωμάτωσης μέσα στην καρδιά της συμπαντικής αυτής τραγωδίας.
Ο Εμπεδοκλής οφείλει πολλά σ’ αυτήν την ορφικοπυθαγόρεια παράδοση, που θέλει τον τροχό των υπάρξεων και των αναγεννήσεων κινητήρια δύναμη της κοσμικής Δίκης. Επιμένει, πράγματι, ιδιαίτερα στην ιδέα πως ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας περιπλανώμενος φυγάς πάνω στη Γη αυτή, ο οποίος εξιλεώνεται για τα σφάλματα που διέπραξε στις πρότερες ζωές του - ίδιος άλλωστε ο Εμπεδοκλής μας παρουσιάζεται ένας απ’ αυτούς τους καταδικασμένους που τον διώκει το Νείκος:
Ένας κι εγώ μέσα σ’ αυτούς κι απ’ το θεό διωγμένος πλανιέμαι μένοντας πιστός στο μανιασμένο μίσος (απ. 115).
Απελπισία τον καταλαμβάνει όταν, αναγκασμένος να ενδύεται σαν όλους τους ανθρώπους έναν «σάρκινο μανδύα», ξένο πάνω του(απ. 126), συλλογιέται το μέρος όπου του μέλλει να ζήσει:
Κι έκλαψα εγώ κι εθρήνησα τον τόπο αυτό σαν είδα, ασυνήθιστο κι άχαρο (απ. 118).
Οι δυνάμεις που οδηγούν τις ψυχές στον κόσμο των ανθρώπων απευθύνονται στις τελευταίες μ’ αυτόν τον τρόπο:
Κάτω από τούτο φτάσαμε το στεγασμένο σπήλιο (απ. 120)… εκεί ’ναι ο Φόνος κι η Έχθρητα και Συφορών σμάρια άλλα. Σήψες κι Αρρώστιες άνομβρες και τα τρεχούμενα έργα στης Βλάβης το λιβάδι (ἄτης λειμών) μες στο σκότος τριγυρνούνε (απ. 121).
Ωστόσο, όμως, ορισμένα προνομιούχα όντα όπως ο Πυθαγόρας κι ο ίδιος ο Εμπεδοκλής, έχουν την ικανότητα να θυμούνται τις προηγούμενες υπάρξεις τους και να αντλούν απ’ αυτές τις αναμνήσεις μια θαυμαστή γνώση. Θα πρέπει λοιπόν να επισημάνουμε πως η γνώση δεν πηγάζει από τις αισθήσεις ούτε ακριβώς από τη νόηση καθεαυτή, αλλά από την ανάμνησιν των διαφόρων μεταπτώσεων που γνώρισαν τα στοιχεία κατά την ανάμειξη (μίξις*) και τις διαιρέσεις (διάλλαξις) τους. Η γνώση, με άλλα λόγια, αποτελεί κατ’ εξοχήν μια μύηση, μια έκσταση, ένα μυστικό και έναν καθαρμό που εγγίζει τα βάθη ενός χρόνου ριζωμένου πέραν διαιρέσεων και πολλαπλότητας.
Έτσι, λοιπόν, έλξη και διαίρεση συναντώνται στην καρδιά του δράματος που διέπει τον κόσμο: στοιχεία, όντα και πράγματα μια ενώνονται από την Φιλότητα και μια χωρίζονται από το Νείκος· εξού και το κομβικό, για το έργο του Εμπεδοκλή, χωρίο αυτό:
Η Αγάπη και το Μίσος, όπως παλιότερα ήτανε, έτσι για πάντα
θα’ ν’ θαρρώ, ο πάντας χρόνος από το ζεύγος δε θα αδειάσει αυτό.
Διπλά θα πω: τη μια μεγάλωσε για να ’ναι το ένα μόνον
απ’ τα πολλά, την άλλη τα πολλά χωρίσαν από το ένα
κι η γέννα των θνητών διπλή, διπλή κι αφάνισή τους
Τι όλους η σύσμειξη τη μια γεννάει την άλλη καταστρέφει
κι η άλλη καθώς χωρίζουνε σαν αυξηθεί πάει φεύγει.
Κι αυτά ποτέ δεν σταματούν ν’ αλλάζουν μεταξύ τους
κι είτε συγκλίνουν όλα τους με την Αγάπη σ’ ένα
είτε με Μίσος δίχα τους τραβιούνται το καθένα.
Κι όπως απ’ τα περσσότερα φυτρώνει μόνο το ένα
και πάλι περισσότερ’ απ’ το ένα ξεπηδούνε.
Έτσι όλα ετούτα γίνονται κι η ζωή τους δεν στεριώνει.
Κι όσο ποτέ δεν σταματούν ν’ αλλάζουν μεταξύ τους
κι έτσι είναι πάντα ακίνητα σε κύκλο, που γυρίζει (απ. 16-17).
Το γίγνεσθαι, άρα κι η ροή του κόσμου, εκφράζουν ακριβώς την αέναη διαίρεση και επανασυμφιλίωση του Ενός ενώ τα άτομα δεν είναι παρά το παίγνιο του συμπαντικού αυτού δράματος.
Παρ’ ότι το σύνολο αυτής της κοσμοθεωρίας φαίνεται αρκετά σαφές, όταν εισέλθουμε στις λεπτομέρειές της ανακύπτουν πολλές δυσκολίες. Από πού προέρχεται το Νείκος; Δεν γεννάται, πάντως, ως συνέπεια κάποιου γεγονότος, εφόσον η ιδέα της δημιουργίας δεν βρίσκει έδαφος μέσα στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή· από την άλλη πλευρά πάλι, το Νείκος, όπως κι η Φιλότης, είναι και θα είναι στον πάντα χρόνο, εφόσον ο τελευταίος ποτέ δεν θα μείνει κενός του ζεύγους αυτού (απ. 16). Φαίνεται, ωστόσο, δυνατόν να κάνουμε σχετικά με αυτή την κοσμική κίνηση τις ακόλουθες ειδικότερες παρατηρήσεις.
Μέσα στην κυκλική κίνηση του Σφαίρου, το Νείκος βρίσκεται αρχικά στα άκρα όρια του πρώτου, καθώς το τελευταίο είναι από την φύση του κεντρόφυγο:
Κι ενόσω όλα μαζεύονταν, το Μίσος είχε διωχτεί στα έσχατα όρια (απ. 36).
Η Αγάπη βρίσκεται, αντίθετα, στο κέντρο της δίνης και τα πάντα συγκλίνουν προς αυτήν ώστε να συγκροτηθεί το Εν:
Και μες στης συστροφής τη μέσην έφτασε η Αγάπη
όπου όλα εδώ μαζεύονται, για να ’ναι μόνον ένα
όχι με μιας, μα με τη θέλησή τους άλλα αλλούθε (απ. 35).
Η ισορροπία όμως αυτή, που τοποθετεί τη Φιλότητα στο κέντρο και το Νείκος στα έσχατα εξωτερικά όρια, δεν είναι παρά προσωρινή· με το πλήρωμα του χρόνου φθάνει κι η σειρά του Νείκους:
Κι αφού μέσα στα μέλη του μεγάλωσεν η Αμάχη
κι αψήλωσε μες σε τιμές με του καιρού το διάβα,
που μ’ όρκο δένεται πλατύ αντάμ’ απ’ τα δυο τους… (απ. 30)
…Τότ’ όλα τους με τη σειρά σειούνταν του θεού τα μέλη (απ. 31).
Ο Εμπεδοκλής δεν μας δίνει καμιά εξήγηση για ποιο λόγο ξεσπά το Νείκος, φαίνεται μάλιστα να αρκείται στην επίκληση αυτού του πλατέος όρκου που διέπει τη δομή των πραγμάτων και το γίγνεσθαι των όντων.
Αυτή η πάλη Φιλότητος και Νείκους, που αποτελεί την ουσία της συμπαντικής ζωής, συναντάται και μέσα στον άνθρωπο, τον ζωντανό αυτό μικρόκοσμο που είναι τόσο στενά συνδεδεμένος με ό, τι τον περιβάλλει. Η σύγκρουση των δύο δυνάμεων φαίνεται ξεκάθαρα στο σύνολο των μελών των θνητών:
Κι άλλοτε , απ’ την Αγάπη, του σώματος τα μέλη
όλα ενώνονται σε Ένα, στη κορυφή του βίου που ακμάζει.
Αλλ’ όμως άλλοτε απ’ την κακιά Διχόνοια (Έρις) σκόρπια,
γυρνάν χαμένα μόνα τους, ως τις έσχατες της ζωής τις όχθες,
κι αυτό συμβαίνει στα φυτά, στα νεροθρόφα ψάρια
και στ’ αγρίμια των βουνών κι ακόμα στα πουλιά
που γλιστράνε πάνω στα φτερά τους (απ. 20).
Αλλά και μέσα στην ίδια την καρδιά των θνητών βρίσκουμε τη Φιλότητα, καθώς διακατέχονται απ’ αυτήν κι επιδιώκουν να ενώνονται:
Τούτη με νου κοίτα, κι όχι με μάτια θαμπωμένα,
που και στα μέλη των θνητών λογιέται φυτρωμένη
και που φιλία μ’ αυτήνε νιώθουν κι έργα ομόγνωμα τελούνε
με τ’ όνομα Ηδονή καλώντας κι Αφροδίτη·
κι αυτήν ανάμεσά τους, πώς τυλίγεται δεν είδε θνητός κανένας (απ. 17).
Έτσι, λοιπόν, εφόσον βασιλεύουν οι συνδυασμοί κι οι αποσυνδέσεις των στοιχείων, δεν υπάρχει στον κόσμο έδαφος για δημιουργία· ό, τι τυχόν αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια δεν είναι παρά απλή αλλαγή μορφής:
Μα άλλα θα πω σε σένα: γέννηση απ’ τα θνητά κανένα
δεν έχει ούτε τ’ ολέθριου θανάτου κάποιο τέλος
μα μόνο σμίξιμο (μίξις) κι ανταλλαγή (διάλλαξις) των όσων σμίξαν
είναι· γέννηση (φύσις) όμως να τη λεν οι ανθρώποι συνηθίζουν (απ. 8).
Γέννηση και θάνατος λοιπόν δεν είναι παρά μεταμορφώσεις στο εσωτερικό του κύκλου των υπάρξεων:
Κι αυτά σα σμίξουν άνθρωπο στο φως μεσ’ στους αιθέρες φέρνουν,
ή των θεριών των άγριων το γένος ή των θάμνων ή των πουλιών
και λένε τότε πως γεννιούνται, και σαν χωρίσουν θάνατο κακότυχο
πως βρήκαν, μα το σωστό δε λεν, κι εγώ μιλώ κατά που συνηθίζουν (απ. 9).
Καθώς ελίσσεται ο κύκλος, κυριαρχεί κάθε φορά κι ένα απ’ τα τέσσερα στοιχεία – νερό, αέρας, γη και φωτιά – και φυσικά, πάντα, η Φιλότης και το Νείκος:
Γιατί υπάρχουν μόνο αυτά, τρέχοντας όμως το ένα μέσα στ’ άλλο
γίνονται οι άνθρωποι και τα είδη των άλλων ζώων:
Άλλοτε ενωμένα απ’ τη δύναμη της Αγάπης σ’ ένα όλο συνταγμένο
κι άλλοτε καθένα χωριστά από του Μίσους την εχθρική δύναμη (απ. 26).
IΙΙ. Οι τέσσερις ρίζες (ριζώματα πάντων)
Οι σάρκες γεννώνται από την, σε ίση αναλογία, μείξη και των τεσσάρων στοιχείων, τα νεύρα από φωτιά και γη αναμεμειγμένα με διπλάσιά τους ποσότητα νερού, ενώ τα νύχια δεν είναι παρά απολήξεις νεύρων που έχουν ψυχθεί στην επαφή τους με τον αέρα. Τα οστά σχηματίζονται από την ανάμειξη δύο μερών νερού και γης και τεσσάρων φωτιάς, μέρη που στο σύνολό τους περιέχονται στο εσωτερικό της γης. Ο ιδρώτας πάλι και τα δάκρυα προέρχονται από υγρό αίμα, που έχει γίνει πολύ πιο ρευστό επειδή τα συστατικά του έχουν εξαιρετικά εκλεπτυνθεί (31 A 78).
Η θεωρία αυτή γνώρισε μεγάλη επιτυχία καθώς την συναντούμε στον Τίμαιο του Πλάτωνα, συνδυαζόμενη μάλιστα με τις, περί πολυέδρων, θεωρίες των Πυθαγορείων, επανεμφανίζεται στον Αριστοτέλη συμπληρωμένη με τις αντιθέσεις ξηρού και υγρού, θερμού και ψυχρού· ξαναβρίσκεται – κυρίως – στην καρδιά της διδασκαλίας των ιατρικών σχολών που διείδαν σε αυτήν ένα θεμέλιο των θεωριών τους περί διαθέσεων και χαρακτήρων, πολύ πιο ικανοποιητικό από οτιδήποτε θα μπορούσαν να αντλήσουν από τη φιλοσοφία των Ιώνων ή των Ατομικών.
Ό, τι βρίσκεται επί γης προέρχεται από τη γη και τη μείξη των πρωταρχικών στοιχείων. «Πριν ακόμα ο ήλιος ξεδιπλωθεί κι ακόμα πριν μέρα και νύχτα γίνουν κάτι διαφορετικό το ένα από το άλλο», γεννήθηκαν τα δέντρα:
Αναπτύσσονται χάρη στη θερμότητα της γης σαν να ’ναι κομμάτι
της, όπως ακριβώς το έμβρυο είναι τμήμα του μητρικού σώματος.
Οι καρποί είναι οι εκκρίσεις του νερού και της φωτιάς των φυτών·
τα δέντρα που κλείνουν μέσα τους λιγότερη υγρασία χάνουν τα φύλλα
τους με τη θερμότητα του καλοκαιριού, ενώ όσα έχουν περισσότε-
ρη υγρασία τα διατηρούν, όπως η δάφνη, η ελιά κι ο φοίνικας. Οι
διαφορές στους χυμούς τους οφείλονται στο ότι η γη που τρέφει τα
φυτά τους προσδίδει διαφορετικές ομοιομέρειες· στην περίπτωση
του αμπελιού δεν είναι η διαφορά στο φυτό αλλά η διαφορά στο έδα-
φος που κάνει το καλό κρασί (31 A 70).
Έτσι λοιπόν, ζωή και ύπαρξη δεν είναι παρά ένας πελώριος κύκλος που στο γύρισμά του τα στοιχεία και τα όντα γεννούν νέες ατομικότητες.
Διαβάστε ακόμα: Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός: κοσμογονία, φυσιολογία, θεολογία, πεπρωμένο
Αναδημοσίευση και επεξεργασία: Philomαtheia 25 Νοεμβρίου 2020
Το αυθεντικό κείμενο υπέστη μικρές τροποποιήσεις σε συντακτικό και μορφολογικό επίπεδο, οι οποίες δεν έχουν επηρεάσει το περιεχόμενο, την σημασιολογία και το ύφος του. Για το αυθεντικό κείμενο ανατρέξτε στην συνημμένη πηγή.