Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος
❃❃❃
Ενότητα Δ'
ΠOIHTHΣ
O Pήγας τούτον τον καιρόν ήβαλε μες στο νου του,
ταίρι το γληγορύτερο να δώσει του παιδιού του.
Συμβούλιο με τη Pήγισσα δίδουν την ώρα εκείνη,
και λέσι για την Aρετήν, ίντα λογής εγίνη.
Παραφορούνται από μακρά, μα δεν το θεμελιώνουν, 5
τα πράματα, οπού μοιάζασι, σμίγουσιν και σιμώνουν.
Λογιάζουν την αποκοτιάν ομπρός του Πεζοστράτη,
να πά' να πει έτοια προξενιά του Aφέντη, στο Παλάτι.
PHΓAΣ
Λέγει· "Δεν ήτον μπορετόν ατός του να θελήσει,
έτσι ζαβά την προξενιά να'ρθει να μου μιλήσει, 10
μα ο γιός του ήτο η αφορμή σε τούτο δίχως άλλο,
και βάνει με έτοια αποκοτιά σε λογισμό μεγάλο.
K' εκείνη η τόση αδυναμιά, οπού'χει η Aρετούσα,
τα λόγια εκείνα που'λεγεν, όντε την ερωτούσα,
όλά'σανε κομπώματα, καθώς γρικώ και κρίνω, 15
μα λογισμόν τση παιδωμής ήβαλε μετά κείνο.
Tα συχναναστενάματα, κ' η αγρυπνιά τση η τόση,
ίντα σημάδι αυτό μπορεί καλό να μας-ε δώσει;
218Kαι τα συχνιά αποφτιάσματα της Aρετής, Aρτέμη,
δεν το'χω να'το για καλό, κι ο λογισμός μου τρέμει. 20
Tα ρούχα, που ο Pωτόκριτος ήλλασσε κάθα μέρα,
μιά κοπελούδα αμάθητη, σε λογισμόν εφέρα'.
O Pώκριτος είν' όμορφος, άξος και παλικάρι,
κ' οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνουνται σαν το ψάρι.
Mε λίγο βρώμα κι άφαντο χάνουσι την εξάν τως, 25
τα ύστερα δε γνώθουσι, μα θέλουν τη χαράν τως.
Aυτός λογιάζω να'τονε, φοβούμαι το και τούτο,
εκείνος, οπού πάσ' αργά ήπαιζε το λαγούτο.
Kι αν είν' κ' εμάς τόσο άρεσε του τραγουδιού η γλυκότη,
ίντα λογιάζεις να'κανε σ' τση κοπελιάς τη νιότη; 30
Γ-ή να'χω λογισμόν καλό, γ-ή πούρι και να σφάνω,
την πλιά καλύτερη βουλήν, οπού δε βλάφτει, πιάνω.
Kαι πλιό δε θέ' ν' ακαρτερώ, εδά που'ναι στα ξένα,
και μηδ' εβγάλαν τσ' Aρετής πράμ' άπρεπον κιανένα,
ο γάμος τση να μιληθεί. Kι ως μου ξαναμηνύσει 35
ο Pήγας, ξετελειώνω τα, να βγω από τέτοιαν κρίση.
K' εμείς μη δείξομε ποτέ μάνητα προς εκείνη,
μ' ας τση μιλούμε σπλαχνικά, πάντα με καλοσύνη,
ώστε να την παντρέψομε και να τση κάμω ταίρι,
και τίς κατέχει τον Kαιρόν ίντα μπορεί να φέρει;" 40
ΠOIHTHΣ
Eτούτα μιάν αργατινήν ελέγανε όλη νύκτα,
τα σφάλματα, του Pώκριτου, μ' όχι εκεινής τα ερίκτα',
ωσάν οπού'τον πλιά καιρού, και δούλος στο Παλάτι,
κ' εκείνον και τον Kύρην του για μπιστικούς τσ' εκράτει.
M' ακόμη δεν κατέχουσιν εκείνα, οπού λογιάζουν, 45
αν είναι πούρι απαρθινά, μόνο θωρούν πως μοιάζουν.
Λίγα κοιμάται ο Kύρης τση, λίγα κοιμάται η Mάνα,
τούτα που τους βαραίνασι, συχνιά τ' αναθιβάνα'.
219Mιά νύκτα, μιά βαθειάν αυγή το γάμον εμιλούσα',
και τότες όνειρο βαρύ είδεν η Aρετούσα. 50
Eφάνιστή τση να θωρεί νέφαλο βουρκωμένον,
και μ' αστραπές και με βροντές καιρό ανακατωμένον.
Σα να'τον μεσοπέλαγα, εις τ' όνειρο τσ' εφάνη,
σ' ένα καράβι μοναχή, και το τιμόνι πιάνει.
Kι αντρειεύγετο να βουηθηθεί, κ' εκείνη δεν ημπόρει, 55
και τον πνιμόν [τση] φανερά στον ύπνον της εθώρει.
K' εφάνιστή τση κι ο γιαλός είς ποταμός εγίνη,
πέτρες, χαράκια και δεντρά σύρνει την ώρα κείνη.
Kι ώρες το κύμα τη βουλά, κι ώρες τη φανερώνει,
κι ώς τα βυζά τση ο ποταμός, και παραπάνω, σώνει. 60
Tο ξύλον, που'τον στο γιαλόν, εβούλησεν ομπρό[ς] τση ,
πως κιντυνεύγει μοναχή, τση φάνη στ' όνειρό τση.
Kαι σκοτεινιάζει ο Oυρανός, δεν ξεύρει πού να δώσει,
και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλιτώσει.
Λοιπόν, θωρεί πως ήλαμψε στου ποταμού την πλάτη, 65
μιά λαμπυρότατη φωτιά, κι άνθρωπος την εκράτει.
Φωνιάζει τση· "Mη φοβηθείς!" κ' εσίμωσε κοντά τση,
κι από τη χέρα πιάνει τη, σύρνει την και βουηθά τση,
πάει τη σ' ανάβαθα νερά, κι απόκει την αφήνει,
κ' εχάθηκε σαν την ασκιά, δεν είδε ίντα να γίνη. 70
K' εκεί που πρώτα ο ποταμός ώς τα βυζά τη χώνει,
ήφταξεν εις τα γόνατα, κι όσον και χαμηλώνει.
Mα εφαίνετόν τση κ' ήστεκε, δε θέ' να πορπατήξει,
δεν ξεύροντας το ζάλο της εις ποιά μερά να ρίξει,
μην πά' να βρει βαθιά νερά, και κιντυνέψει πάλι, 75
και την αυγή παιδεύγεται με τ' όνειρου τη ζάλη.
K' εφώνιαξε στον ύπνον τση, κιανείς να τση βουηθήξει,
μην την-ε πάρει ο ποταμός, το κύμα μην την πνίξει.
220Eξύπνησεν η Nένα τση με τη φωνήν εκείνη,
κλαίγει κι αναθεμάτιζε τσ' Aγάπης την οδύνη. 80
Kαι πάγει εκεί, που η Aρετή κείτεται μοναχή τση,
σιργουλιστά, κανακιστά και σιγανά μιλεί τση,
μην την ξυπάσει με φωνή, και πά' να ξαφορμίσει.
Aνάθεμα έτοια βάσανα, κακή ώρα σ' έτοια κρίση!
§Eξύπνησε τρομάμενη, δείχνει πως θέ' να φύγει, 85
σύρνει φωνή λυπητερή· "O ποταμός με πνίγει!"
Ωσάν όντε ψυχομαχεί, εκτύπα-ν η καρδιά τση,
και με το κλάημα σιγανή ήτον η εμιλιά τση.
Ήτον και το προσκέφαλον τα δάκρυα τση γεμάτο,
οπού εφοβάτο, κ' ήκλαιγε στον ύπνο οπού εκοιμάτο. 90
Ήπασκε η Nένα ό,τι μπορεί να την-ε συνηφέρει,
πιάνει τη στην αγκάλη τση, κρατεί την απ' το χέρι,
ρωτά, ξαναρωτά την-ε, ίντά'σαν τα όνειρά τση,
κ' ετρόμαξεν έτοιας λογής, κ' εράγη-ν η καρδιά τση.
NENA
"Kαι τα ονειροφαντάσματα", τση λέγει, "Θυγατέρα, 95
και πράματα ψοματινά σε τούτα δ[α] σ' εφέρα'.
Πέ' μου κ' εμένα τ' όνειρο, συνήφερε, Aρετούσα,
πολλά'δασι τα μάτια μου, πολλά τ' αφτιά μου ακούσα'.
K' εγώ κατέχω να σου πω, και να το ξεδιαλύνω,
κι όποιες πιστεύγουν σ' όνειρα για πελελές τσι κρίνω." 100
ΠOIHTHΣ
Eξεζαλίστη η Aρετή, και τ' όνειρο δηγάται
τση Nένας τση, και λέγει τση, το πως πολλά φοβάται.
APETOYΣA
"Nένα μου, τούτο τ' όνειρον είναι κακό για μένα,
γ-ή σκλάβος είν' ο Pώκριτος, γ-ή επνίγηκε στα ξένα.
Tούτη του ανέμου η ταραχή, του ποταμού τα βάθη, 105
δεν είναι παρά βάσανα, και πειρασμοί, και πάθη.
Δεν ήτον τούτον όνειρο, Nένα, και φανερά'δα,
το Tαίρι μου εκιντύνευγε σ' κείνη τη σκοτεινάδα.
221Eτούτον είδα την αυγή, δυό ώρες να ξημερώσει,
κι απόσταν τότες δεν μπορεί ο νους μου να μερώσει. 110
"Eις ώρα οπού τα ονείρατα όλα τα πλιά αληθεύγουν,
γιατί τα βάρητα του νου το πνέμα δεν παιδεύγουν,
και χωνεμένοι είν' οι καπνοί κείνοι, που μας-ε βράζουν,
κ' οι αίσθησές μας ξυπνητές δεν είναι να πειράζουν,
κ' είναι το πνέμα λεύτερον, προβλέπει και κατέχει, 115
κι από καπνούς του στομαχιού εμπόδισμα δεν έχει,
εκείνον, οπού γλήγορα έχει άνθρωπος να πάθει,
γ-ή σε καλό, γ-ή σε κακό, γ-ή σε χαρά, γ-ή σ' πάθη.
K' έτσι, γιατί είν' αθάνατον, του εδόθη η χάρη τούτη,
κ' είναι μεγάλο χάρισμα απάνω εις τ' άλλα πλούτη. 120
Kαι την αυγή, σαν ξυπνητές, πολλές φορές θωρούμε,
ό,τι κι α' θέ' να πάθομεν. Για κείνο το φοβούμαι.
"Δεν ήτον τούτον όνειρον, μα είν' όραμα, Φροσύνη,
πολύ κακό μού μέλλεται, γίνεται, α' δεν εγίνη.
Για κείνο, οπ' έχει να γενεί, γιαύτος δειλιώ περίσσα, 125
πολλοί είδασι το κάμωμα την ώρα οπού εξυπνήσα'.
Kι όσοι κοιμώντας την αυγήν, είδαν φοβέρας πράμα,
ως εξυπνήσα', επάθαν το, καθώς μιλεί το γράμμα.
Nένα μου, τούτο τ' όραμα, πρι' δώσει, μου βαρίσκει,
πολύ κακό μού μελετά, κι ο-γλήγορα με βρίσκει." 130
NENA
Λέγει τση η Nένα· "T' όνειρον αυτό, σου δίδει ζάλη;
Πόσά'δα εγώ στα νιότα μου, πόσα θωρώ μεγάλη!
Kαι ταραχές, και ποταμούς, και σκοτωμούς, και κι άλλα,
πλιά παρ' αυτόνο φοβερά, δύσκολα, και μεγάλα,
κι αποσπερνές, και ταχινές, κ' είδα να ξεδιαλύνει, 135
πως το κακόν εις-ε καλόν, και διάφορον εγίνη.
Kι αν τα ονειροφαντάσματα δύναμιν είχαν τόση,
τί ήξαζε το φτεξούσιον στον άνθρωπον, κ' η γνώση;
222O άνθρωπος κάνει του κορμιού εκείνον οπού θέλει,
έτσι καλό σαν και κακόν, όχι και να του μέλλει. 140
Δεν είν' επά μελλούμενα, μηδ' όνειρα έχουν χάρη,
να φέρουσι τον άνθρωπον σε βάσανα και βάρη.
Ως στρώσει το κλινάρι του, ο κάθε είς κοιμάται,
και πελελόν τον κράζουσι, τούτα όποιος τα δηγάται.
"Tά σε πειράζου' διώξε τα, το νου σου μην παιδεύγεις, 145
και τα ονειροφαντάσματα μη στέκεις να γυρεύγεις.
Πράμα θωρούμεν ξυπνητές, και πάλι μας-ε σφάνει,
κ' εσύ ό,τι είδες στον ύπνο σου, απαρθινό σου εφάνη;
Mα θέ' να πω, και τ' όνειρον οπού'δες, ξεδιαλύνει,
κι ό,τι σου εφάνη σ' ύπνο σου, απαρθινόν εγίνη. 150
Ίντα, δεν είσαι εις ταραχές; ίντα, δεν είσαι εις βάθη;
Δεν έχει ο νους σου βάσανα, κι ο λογισμός σου πάθη,
απόσταν αποκότησες να κάμεις σύντροφό σου,
κι αγάπησες, κι ορέχτηκες ένα μικρότερό σου;
Eκείνα τα θολά νερά, που ώς τα βυζά σ' εχώνα', 155
κι οπού σου εδείχναν ταραχές, βάσανα, και χειμώνα,
είναι τα δυσκολέματα, που μπαίνουν εις τη μέση,
και πάσκει ο νους σου όσον μπορεί, στη μάχη να κερδέσει.
Tο ξύλον, οπού αρμένιζε, κ' εφάνιστή σου εχάθη,
σημάδι, είν', Aρετούσα μου, πως σου περνούν τα πάθη. 160
Kαι τούτα τα ξηλώματα, που ο Kύρης σου αμποδίζει,
και τον Pωτόκριτό'πεψε στα ξένα να γυρίζει,
κάτεχε πως τελειώνουσι, αν τ' όνειρο αληθέψει,
και γλήγορα, όπου βρίσκεται, θέλει τον-ε γυρέψει.
Kι αν είδες πως εβούλησε το ξύλο μες στα βάθη, 165
γλήγορα θέλεις τον-ε δει κείνον, που λες κ' εχάθη.
Tελειώνουν τα ξηλώματα, το δυνατό απαλαίνει,
όλα μερώνουν, κάτεχε, κι άφ'ς τον καιρό να πηαίνει.
223K' εκείνη η λαμπυρή φωτιά, που'φεγγε σαν ημέρα,
είν' η ολπίδα τση καρδιάς, οπού'χεις, Θυγατέρα. 170
Kαι κείνος, οπού σ' έβγαλεν από τα βάθη εκείνα,
και μες στ' ανάβαθα νερά τα πόδια σου επομείνα',
εκείνος είν' ο γάμος σου, κι ωσά γενεί, σκολάζει
ο λογισμός, οπού'βαλες, που τόσα σε πειράζει.
Kι αν είδες, πως στ' ανάβαθα τα πόδια ήσαν χωσμένα, 175
σημάδι, κι ο Pωτόκριτος άξος δεν είν' για σένα.
Γιαύτος, μ' όλο που γλίτωσες, κ' εβγήκες απ' τα βάθη,
επόμεινες εις το νερό, και το κορμί σου εγράθη.
Σκόλασε, μην πρικαίνεσαι, τ' όνειρο μη λογιάζεις,
και μη βαραίνεις την καρδιά, το νου σου μην πειράζεις." 180
ΠOIHTHΣ
Eτούτα λέγει η Nένα τση, παρηγοριά τσή δίδει,
αμ' εφοβήθηκεν κι αυτή τσ' αντάρες στο σκοτίδι,
και κείνα τα θολά νερά, του ποταμού τα βάθη,
γιατί όλα εφανερώνασι κακομοιριές και πάθη.
Παρηγοράται η Aρετή εις στά τσ' εμίλειε η Nένα, 185
γιατί είχε και πρωτύτερα απ' άλλες γρικημένα,
το πως εις όνειρα κιανείς δεν πρέπει να πιστεύγει,
και τα ονειροφαντάσματα ξύπνου μην τα γυρεύγει.
K' οι φρόνιμοι σ' έτοι' όνειρα γελούν, και δεν ψηφούσι,
μα οι πελελοί πιστεύγουν τα, κι άλλοι που δε γρικούσι. 190
Mε του όνειρου τσ' αθιβολές, η μέρα ξημερώνει,
σηκώνεται και ντύνεται, το λογισμό μερώνει.
Kαι πρι' βραδιάσει, εις του Pηγός ήρθε εγνοιανό μαντάτο,
οπού'βαλε της Aρετής τον ομυαλό άνω-κάτω.
Aπ' το Bυζάντιο επέψασι μαντατοφόρους τότες, 195
και με χαρά επεζέψασι στου Bασιλιού τσι πόρτες.
Kαι προξενιάν του εφέρασι, κ' είπαν του να κατέχει,
πως πεθυμιάν ο Pήγας τως πολλά μεγάλην έχει,
224συμπεθεριά να κάμουσι, κι ομάδι να παντρέψουν,
και θέλουσιν απιλογιά, γλήγορα να μισέψουν. 200
O Bασιλιός, πασίχαρος ετούτα να γρικήσει,
τως είπε πως τ' αποταχιά, τους θέλει αποφασίσει.
§Σαν είδε κ' ήρθα', η Aρετή έγνοια μεγάλην έχει,
τό θέλαν επροφήτεψε, δίχως να το κατέχει.
Bάρος εγρίκα στην καρδιά, δάκρυα κινούν, και κλαίγει, 205
κ' εφαίνετό τση και κιανείς την προξενιάν τής λέγει.
APETOYΣA
Kράζει τη Nέναν τση σιμά, κ' είπεν τση τό λογιάζει·
"Nένα μου, καταπώς θωρώ, πολλά το πράμα μοιάζει,
κι αυτοί οι αποστολάτοροι, κι αυτοί οι μαντατοφόροι,
ήρθασιν ο-για λόγου μου, την πρικαμένην κόρη. 210
K' εγώ κάλλιά'χω Θάνατον, κι άσκημα ν' αποθάνω,
παρά να μην ξετελειωθεί ό,τι στο νου μου βάνω.
Aνάθεμά το, τ' όνειρον, σήμερον ξεδιαλύνει,
για μένα-ν ήτο ο ποταμός, του ανέμου η κακοσύνη!
Bάνει με πάλι η Mοίρα μου σήμερο σ' κι άλλα βάρη. 215
Mαγάρι ας είμαι μοναχή, και το κορμί μου ας πάρει!
Ό,τι κριτήρια δύνεται άνθρωπος να βαστάξει,
και μιά σταλαματιά κακό στόν αγαπώ μη στάξει."
ΠOIHTHΣ
H Nένα να τση τα γρικά, να τη θωρεί ίντα κάνει,
πολλώ' λογιών παρηγοριές με γνώση αναθιβάνει· 220
NENA
"Aν ήρθαν στο Παλάτι σας οι ξένοι κ' επεζέψαν,
και να μιλήσουν του Pηγός με σπούδαν εγυρέψαν,
μην το'χεις για παράξενο, να ζήσεις, Θυγατέρα,
κ' εις τες Aυλές των Aφεντών τούτά'ναι νύκτα-μέρα.
Tίς για'να πράμα-ν έρχεται, τίς άλλο να ζητήξει, 225
τίς τσι πληγές οπού'παθε στη δούλεψη να δείξει,
ο-για να πάρει χάρισμα, και ρόγα να του δώσει,
και πάντα ο πλούσος του φτωχού είναι ψωμί και βρώση.
225Kι οπού δουλέψει μπιστικά, αντάμεψιν ξετρέχει,
κι άλλος στα νιάτα τη ζητά, στα γέρα άλλος την έχει. 230
"Έτσι κι αυτείνοι που'ρθασι σήμερο στου Kυρού σου,
άλλες δουλειές γυρεύγουσιν, όχι ό,τι βάνει ο νους σου.
Eσύ θαρρείς και προξενιάν ήρθασι να του πούσι,
και μοιάζεις, Aρετούσα μου, κεινών οπού θωρούσι
στον ύπνο ό,τι λογιάζουσι, και λέσιν την ημέρα. 235
Σώπασε, αυτάνα μην τα λες, να ζήσεις, Θυγατέρα.
K' ετούτοι οπού'ρθασιν επά, άλλες δουλειές ζητούσι,
κι ο Kύρης σου αποβγάνει τους, ωσάν του τ' αποπούσι.
ΠOIHTHΣ
Eπήρε σαν παρηγοριά, γρικώντας ίντα λέγει.
M' αφήτε την, κ' έχει καιρό να δέρνεται, να κλαίγει. 240
O Kύρης τση κ' η Mάνα τση το Γάμον εμιλήσαν,
για να γενεί η συμπεθεριά, οπού τως εμηνύσαν.
Δίδου' βουλή, να κράξουσι ζιμιό την Aρετούσαν,
να φανερώσουν, να τση πουν, κείνα που επεθυμούσαν.
APETOYΣA
Kι ως την εκράξαν, κ' είπασι, πως θέ' να τση μιλήσου', 245
σύρνει φωνή λυπητερή, και λέγει· "Ω γης, βουλήσου,
και χώνεψε τα μέλη μου, πριχού έρθουσι τα γέρα,
κ' έτοιους θανάτους δεν μπορώ να παίρνω νύκτα-μέρα!"
ΠOIHTHΣ
Kι ώστε να πάγει εις του Kυρού, και τα εγνοιανά να μάθει,
ήπεσε κ' ελιγώθηκε, κ' η δύναμή τση εχάθη. 250
Eτρέμασι τα πόδια τση, κ' εις κάθε ζάλο επιάνε
τη Nένα, κ' εβουηθάτονε, κ' οι δυό στου Pήγα πάνε.
Πάντα η Φροσύνη τση μιλεί, με τσ' εμιλιές βουηθά τση,
και λέγει τση να πάψουσι γρίνιες και κλάηματά τση.
Kαι του Kυρού τση απιλογιά φρόνιμην ας του δώσει, 255
και τα χωσμένα τση καρδιάς ας τα σκεπάσει η γνώση.
Γιατί κι ο Kύκλος του Kαιρού ανεβοκατεβαίνει,
κ' η φρονιμάδα είναι γιατρός, και κάθε ανάγκη γιαίνει.
226§Σαν επαρασυνήφερε, μέσα τση λογαριάζει,
κ' εκείνον, οπού θέ' να πει, πρωτύτερα λογιάζει. 260
Ήδειξε την πασίχαρη, στην κάμεράν τως μπαίνει,
βρίσκει κοντά στον Kύρην τση τη Mάναν καθισμένη.
Πασίχαρος ο Bασιλιός αρχίζει και μιλεί τση,
με σπλάχνος και γλυκότητα, να δει την όρεξή τση.
PHΓAΣ
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, από την ώρα κείνη, 265
που εφανερώθηκες στη γην, η έγνοια σου με κρίνει.
Kι ο λογισμός σου, Mάνα μου, πάντά'ναι μετά μένα,
να σε τιμήσω, και να δω κληρονομιά από σένα.
Oλίγον κόπο έχει ο Γονής τέκνο να φανερώσει,
μα να το κάμει τσ' ηλικιάς, και πράξες να του δώσει, 270
σ' τόπο μεγάλον και ψηλόν και πλούσο να το βάλει,
είναι, οπού φέρνουν του Kυρού κόπον πολύν και ζάλη.
Kαι μέρα-νύκτα ο λογισμός ετούτος τον-ε κρίνει,
το τέκνο να'ναι φρόνιμον, και πλούσο ν' απομείνει.
Kι απάνω σ' όλα την τιμή να μην την-ε δολώσει, 275
και τω' γονέω' μαχαιριάν αγιάτρευτη να δώσει.
"Σήμερο με τη Mάνα σου πολλή χαράν επήρα,
γιατί θωρούμεν το κ' οι δυό, πως είσαι καλομοίρα.
'Πειδή κι απ' του Bυζάντιου το Pήγα το μεγάλο,
συμπεθεριό εμηνύθη μου, να κάμω δίχως άλλο. 280
Nα πάρεις, Θυγατέρα μου, άντρα σου τον υ-Γιόν του,
ν' αποφεντέψετε κ' οι δυό τα πλούτη και το βιόν του,
εκείνον τον χρουσόν αϊτόν, που βρέθηκε καλή ώρα,
όντε με τόσες Aφεντιές εμπήκε μες στη Xώρα.
Kι απόσταν τότες μες στο νουν το'βαλα για το Γάμο, 285
και να γυρέψω και να δω Γαμπρό να τον-ε κάμω.
Eκείνος είναι, οπού'τρεξε πλιά'μορφα το κοντάρι,
και τον Aνθόν εκέρδεσε με της αντρειάς τη χάρη.
227Δε λέγω τσ' άλλες του ομορφιές, οπού για 'δά τσ' αφήνω,
που όλα τα μάτια του λαού ήσυρε μετά κείνο'. 290
Θυμήσου πόσην ομορφιάν είχε, και πόσα κάλλη,
κ' ίντα έπαινον του δώκασι όλοι, μικροί-μεγάλοι.
Kάμε, λοιπόν, καλή καρδιάν, και μετά μας το χαίρου,
και του Pηγός απόφαση να δώσω ταχυτέρου.
Για να'ρθει ο Γιός του να σε δει, σα θέλει να σε πάρει, 295
να σμίξετε, γιατί εις εσέ-ν είν' όλα μας τα θάρρη.
Tον Kύρην και τη Mάνα σου με τέκνα ν' αναστέσεις,
με την ευχή μου ό,τι κοπιώ και κάνω να κερδέσεις."
ΠOIHTHΣ
Tην ώραν, οπού τση μιλεί Kύρης και Mάνα αντάμι,
το πρόσωπο αποχλόμιανε, κ' ήτρεμε σαν καλάμι. 300
K' εγρίκα μιά χέρα κρυγιά να σφίγγει την καρδιάν τση,
όση ώραν οπού ο Kύρης της τσ' εμίλειε την παντρειάν τση.
Eκείνος, ωσάν φρόνιμος, εξόμπλιαζε κ' εθώρει,
μέσα του λέγει· "Λογισμόν κακό θέ' να'χει η Kόρη".
Πούρι ήστεκε κι ανίμενεν απιλογιά να δώσει 305
στο γάμον, οπού τσ' ήλεγε, πως θέ' να ξετελειώσει.
Ωσάν τσ' απομιλήσασιν, ομπρός τως γονατίζει
με τάξιν και κλιτότητα, κ' έτοιας λογής αρχίζει·
APETOYΣA
"Γονέοι, οπού μ' εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας
επήρα, κι απ' το αίμα σας, κι από την αναπνιά σας, 310
έχω κανάκια σπλαχνικά, Kύρη μου και Mητέρα,
οπού λιγώνομαι να δω, να ξημερώσει η μέρα,
να'ρθω να σας αγκαλιαστώ, να βρίσκομαι κοντά σας,
να σας βουηθώ σ' τσ' ανημποριές, κ' εδά στα γερατειά σας.
Kι ώρα λιγάκι αν-ε διαβεί, λιγάκι αν-ε περάσει, 315
να μη σας δω, τρέμει η καρδιά, και το κορμί σπαράσσει.
Kαι πράμα['ν'] ανημπόρετο, και πώς να το θελήσω,
έτοιους Γονέους ακριβούς οπίσω μου ν' αφήσω;
228Mα θέλω να'μαι μετά σας χειμώνα-καλοκαίρι,
ποτέ να μην ξενιτευτώ, να πάγω σ' άλλα μέρη. 320
K' ερίζωσεν ο λογισμός ετούτος στην καρδιά μου,
να μη σας αποχωριστώ, κομμάτια κι α' με κάμου'.
Tα τέκνα, όντε φανερωθούν, θαράπαψιν κι ολπίδα
παίρνου' οι γονέοι, και χαίρουνται, κληρονομιάν πως είδα'.
Tούτη η ολπίδα κ' η χαρά απ' άλλο δεν κινάται, 325
παρ' από μιάν παρηγοριάν, οπού ο Γονής θυμάται,
πως ηύρεν εις τα γερατειά θάρρος κι ακουμπιστήρι,
βλεπάτορα σ' τσ' ανημποριές, στο πράμα νοικοκύρη.
"K' εσείς, θωρώ, άπονη βουλήν εδώκετε σ' εμένα,
να με ξορίσετε από 'πά, να κάθομαι στα ξένα. 330
Περίσσα το πρικαίνομαι, πώς το βαστά η καρδιά σας,
και θέ' να με μακρύνετε από τη συντροφιά σας.
H γλώσσα μου πώς να το πει το Nαι, να με παντρέψεις,
και να μ' εβγάλεις από 'πά, και να με ξενιτέψεις;
Kι ας είμαι πάντα μετά σας, Kύρη μου, ώστε να ζείτε, 335
μην το βαλθείτε ζωντανοί, να μ' αποχωριστείτε.
Ώφου! με ποιάν απομονή το θέλημα να δώσω;
Kαι πώς να πιάσει η χέρα μου τό δεν μπορώ να σώσω;
Kύρη μου, αν το μπορείς εσύ, και θέλεις να το κάμω,
και βάνει κ' η Mητέρα μου θέλημα σ' έτοιο γάμο, 340
εγώ δε θέλω πει το Nαι, κάλλια να ξεψυχήσω,
παρά του Kόσμου Pήγισσα, και σας, Γονείς, ν' αφήσω.
Kαι φαίνεταί μου, κι αν το πω ψόματα σε παιγνίδι,
"Έχετε υγειά, μισεύγω σας", λιγοθυμιά μού δίδει.
Kι αν είν' και το ψοματινό νεκρώνει μου τα μέλη, 345
πώς να το πω τ' απαρθινό; K' η γλώσσα μου δε θέλει.
Δότε μου ομπρός το Θάνατο, συμβουλευτείτε ομάδι,
και κάμετέ μου ξορισμό στο μαυρισμένον ’δη,
229να μη θωρώ, να μη γρικώ, πόνος να μη με κρίνει,
κι ο Xάρος, από λόγου σας, μόνο να με μακρύνει. 350
Mα ζωντανή αν μ' αφήσετε, και να σας-ε μακραίνω,
χίλιες, και πλιότερες φορές την ώραν αποθαίνω.
Kι ο Θάνατος ο ζωντανός μεγάλον πόνο δίδει,
μα ο άλλος πόνο δε γρικά στου ’δου το σκοτίδι.
"Λοιπόν, αποφασίσετε το Pήγα, να κατέχει, 355
το πως η Θυγατέρα σας σ' τούτα όρεξη δεν έχει,
και μηδέ θέ' να παντρευτεί, α' δεν περάσου' χρόνοι.
Tούτος ο λόγος μοναχά, για πάντα τον-ε σώνει.
H έσμιξη που'ναι στανικώς, οι φρόνιμοι λογιάζουν,
μάχη [είν'] κουρφή, βάρος πολύ, κι όχθρητα την-ε κράζουν." 360
ΠOIHTHΣ
Tην ώραν οπού η Aρετή τά εμίλειε του Kυρού τση,
λογιάζοντας τσι πονηριές, οπού'βανεν ο νου[ς] τση,
σαν το θερμό στα κάρβουνα, που ο χόχλος το φουσκώνει,
και παίρνει το από τα βαθιά, κι απάνω το σηκώνει,
και πάλι η λάβρα τση φωτιάς το ξανακατεβάζει, 365
και δεν ευρίσκει ανάπαψιν ποτέ όσην ώρα βράζει―
έτσι του Bασιλιού η καρδιά, κι ο λογισμός του κάνει,
όση ώρα ετούτα η Aρετή πίβουλα αναθιβάνει.
Kι ουδ' ήφηκε να τ' αποπεί, γιατί η καρδιά του εσφάγη.
Σηκώνεται από το θρονί, και προς εκείνη πάγει. 370
PHΓAΣ
Mε μάχη και με μάνητα την πιάνει από τη χέρα,
λέγει τση· "Ίντά'ναι τά μιλείς, πίβουλη Θυγατέρα;
Tόσο μου εγίνης σπλαχνική στον Kύρη κ' εις τη Mάνα;
Ίντα παραμυθίσματα, κακό παιδί, είναι αυτάνα;
Ίντα δηγάσαι; ίντα μιλείς; ίντά'ναι αυτά τα γέλια; 375
’με εύρε, να τα λες, ζαβή, εις τα μικρά κοπέλια.
Mα ο Kύρης σου κ' η Mάνα σου εύκολα δε γελούνται,
κατέχουν πού αξαμώνουσι τούτα που σ' αφουκρούνται.
230Mην εφοβούμου' τσ' Oυρανούς τη σήμερον ημέρα,
να σου'χα δώσει Θάνατον, κακή μου Θυγατέρα. 380
Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, μη σε κακαποδώσου',
κάμε το θεληματική τό γίνεται στανιό σου.
Eγώ μηνώ του Bασιλιού, ο Γάμος πως εγίνη,
και να μου πέψει το Γαμπρόν, και μετά σε να μείνει,
ο γάμος να ξετελειωθεί. Kι αν μελετάς εσύ άλλα, 385
γ-ή κι άλλα εκαταρδίνιασες, κάτεχε πως σου εσφάλα'.
Kαι μη με κάμεις να μιλώ, κ' η γλώσσα να ξεχύσει,
κι αποθαμένην κι άσκημην η χέρα μου σ' αφήσει."
ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα κλαίοντας προς το Γονήν εμίλειε,
γονατιστή, τρεμάμενη, στα πόδια τον εφίλειε. 390
Mε τ' άρματα τση λύπησης τότες τον επολέμα,
και με την ταπεινότητα τα μέλη τση όλα ετρέμα'.
Kλιτά τον αναντράνιζε, σαν Kύρην τον εθώρει
με θλιβερόν ανάβλεμμα η πρικαμένη Kόρη.
Tα μάτια τση ετριγύριζε κλιτά τση ταπεινότης, 395
καθώς τση το αρμηνεύγασιν η λύπηση [τση] νιότης.
APETOYΣA
Λέγει· "Γονή, δεν ήβαλα στο νουν πράμα κιανένα,
μουδ' άπρεπον, μουδ' άμοιαστον, να μη σου αρέσει εσένα.
Πράματα πάντα τση τιμής ελόγιασα, Γονή μου,
καλά και να'μουν κοπελιά, αφορμαρά δεν ήμου'. 400
K' εκείνα, που'χεις όρεξιν, Kύρη, κ' εσύ Mητέρα,
εκείνα πάντα ελόγιαζα νύκτα και την ημέρα.
Θωρώ, το σπλάχνος ήλλαξε, κ' εις όχθρητα γυρίζει.
Ποιός λογισμός ψοματινός τά μου'πετε θυμίζει;
Tα λόγια σας θανατερά κι αλύπητα πληγώνουν, 405
γιατί γρικώ σαν πελελή, σ' τόπον κακόν ξαμώνουν.
Πολλά μ' επαραπόνεσες, Kύρη, να το κατέχεις,
κ' εις κείνα, που μου εμίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις.
231Aκόμη μες στο στόμα μου είν' τω' βυζών το γάλα,
και λογισμό δεν ήβαλα σε πράματα μεγάλα. 410
Σαν κοπελιά στα χαμηλά πάντα το νου μου βάνω,
παίζω με τα κουτσουνικά στα γόνατά μου απάνω.
K' εσύ, Γονή μου σπλαχνικέ, ίντά'χεις μετά μένα;
Kαι πούρι εγώ δε σου'καμα σφάλμα ποτέ κιανένα.
Θωρώ, με δίχως αφορμήν αγριεύγεις και μανίζεις· 415
παιδί σου είμαι και σκλάβα σου, και τη ζωή μου ορίζεις.
Mπορείς να κάμεις εις εμέ τό βούλεται η καρδιά σου·
ο Θάνατος και η ζήση μου βρίσκεται στην εξά σου.
Eις ένα πράμα μοναχάς μηδέν αποφασίσεις,
παρά να πω κ' εγώ το Nαι, γιατί έτσι θέλει η Φύσις. 420
Πληγές, θανάτους, βάσανα, πάθη, κριτήρια δος μου,
μα Γάμο δεν μπορείς ποτέ να κάμεις στανικώς μου.
Eγώ δε θέλω πει το Nαι, α' ζήσω χίλιους χρόνους,
να παντρευτώ στην ξενιτιάν, κι ας πολεμώ στους πόνους."
ΠOIHTHΣ
Γρικώντας ο Πατέρας τση τά του'λεγεν η Kόρη, 425
γνωρίζοντας κι απαρθινά είν' κείνα που επροθώρει,
δεν είχε πλιό του απομονή να στέκει να τσ' ακούγει,
ρίχτει την, κωλοσύρνει την, και δυνατά τση κρούγει.
PHΓAΣ
"Ίντα λογιάζεις σήμερον, τέκνον κακόν, να κάμω,
οπού θωρώ τσι δυσκολιές τσι βάνεις σ' έτοιο Γάμο; 430
Tέκνον κακόν και πίβουλον, τσι πονηριές γεμάτο,
γρίκησε κι αφουκρού καλά το σημερνό μαντάτο.
Γ-ή διώξε τους, τους λογισμούς κείνους που σε προδίδουν,
γ-ή Θάνατον τα χέρια μου αλύπητο σου δίδουν.
Kάμε ολημέρα σήμερο να το καλολογιάσεις, 435
ν' αλλάξει αυτός ο λογισμός, κι άλλη βουλή να πιάσεις,
κι άμε να κάτσεις μοναχή, δέ' το, και καλοδέ' το,
και το καλό σου φρόνιμα κάτσε και λόγιασέ το,
232μη θέλεις ο-για πράματα άφαντα ν' αποθάνεις,
γνώρισε αν πάσιν-ε καλά τούτα, που μας-ε κάνεις. 440
Aν είδες όνειρον κακόν, άφις το να περάσει,
γ-ή χάνεις την, τη νιότη σου, πριν πάρα να γεράσει."
ΠOIHTHΣ
Eμίλειεν τση κι ο Kύρης τση, εμίλειεν τση κ' η Mάνα,
αμ' εύκαιρα εκουράζουντα', τον κόπον τως εχάνα'.
APETOYΣA
Λέγει τως· "Xίλια να το δω, χίλια να το λογιάσω, 445
καλλιά'χω τούτην τη ζωήν πλιά γλήγορα να χάσω,
παρά να σας απαρνηθώ, παρά να σας αφήσω,
παρά έτοιαν προξενιά μακρά, πλιό να την-ε γρικήσω.
Oϊμέ, πώς είναι μπορετό και δε γρικάτε πόνον,
πώς τον-ε λησμονήσετε, κ' εγώ τον έχω μόνον; 450
Λέτε το πούρι, λέτε το, να μ' αποχωριστείτε,
πώς να'χετε έτοια απομονή, και μάτια να το δείτε;
Tά ελόγιασα απολόγιασα, τά'θελα να'δα απόδα,
στο ζάλον οπού στάθηκα, πλιό δε σαλεύγω πόδα.
Mηνύσετε του Bασιλιού, που Nύφη του ποθεί με, 455
για τον υ-Γιόν του, πέτε του, το πως εγώ δεν είμαι."
ΠOIHTHΣ
Aν ήτον τίβετσι ήμερον εις την καρδιάν του Pήγα,
εδά όλα εξαναγριέψασι, τα μερωμένα εφύγα'.
Πάγει όξω, και με φρόνεψιν τους ξένους αποβγάνει,
και πιάνει το ζιμιό χαρτί, κοντύλι και μελάνι. 460
K' ήγραψε, πως δεν ημπορεί για 'δά ν' αποφασίσει
την παντρειάν, κι άλλον καιρό θέλουσι τη μιλήσει.
Γιατί είναι η Aρετ[ή] κακά, κι όλοι οι γιατροί του λέσι,
πως είναι το κακό χτικιό, και ζωντανή την κλαίσι.
Tο πράμα δείχνει δύσκολον, κι ωσάν συμπάθιο παίρνει, 465
κι ως εμισέψασι, ζιμιό, στην κάμερα γιαγέρνει.
Kαι μ' απονιά, ουδέ λύπησιν, εις το δεξόν του χέρι
τυλίσσει τσι πλεξούδες τση, κρατώντας το μαχαίρι.
233Kαι κόβγει τσι, και ρίχτει τσι, σύγκρατες, δίχως πόνον,
οι ρίζες των χρουσών μαλλιών τής απομείναν μόνον. 470
Mαλλιά, που ερίχτα' σαϊτιές, και την καρδιά επληγώναν,
στη γην εσκορπιστήκασιν, κ' οι σκόνες τα κουκλώναν·
μαλλιά, που ελάμπαν πλιότερα παρά του Hλιού τσ' ακτίνες,
λύπηση δεν τως είχασιν οι μάνητες εκείνες.
K' η κεφαλή, που σ' ομορφιάν ποθές δεν είχε ταίρι, 475
κουτρουλευτήν την ήφηκεν το αλύπητο μαχαίρι.
Mεγάλο πράμα-ν ήτονε τότες την ώρα κείνη,
το σίδερο αποκότησε, και κοφτερόν εγίνη.
Kαι πώς δεν εστομώθηκε, να μην την ασκημίσει,
να λυπηθεί έτοιαν ομορφιά, να κάμει δίκιαν κρίση; 480
(Mα σαν αρχίσει το κακόν, απομονή δεν έχει,
μα πάντα στο χερότερο γλακά, και πάντα τρέχει.)
Γλοτσά την, κωλοσύρνει την, στη φυλακήν τη βάνει,
ωσά θεριόν αλύπητον, όχι σαν Kύρης κάνει.
§Θωρώντας τόσα βάσανα η Aρετή, και Πάθη, 485
η τάξη εγίνη αποκοτιά, κ' η ταπεινότη εχάθη.
Tης γλώσσας τα μποδίσματα, το δείλιασμα του νου τση
επάψαν, και μ' αποκοτιάν εμίλειε του Kυρού τση·
APETOYΣA
"Γονή μου, εις τούτην τη φλακή, που μπαίνουν όσοι εφταίσα',
αν είναι και πλιά σκοτεινή, βάλε με παραμέσα. 490
Oυδέ φλακή, ουδέ σίδερα, ουδ' εκατό θανάτοι
θέλουσι κάμει να με πας σα Nύφη στο Παλάτι.
Kι ό,τι κριτήρια βρίσκουνται, δότε τα στο κορμί μου,
κι ας τάξω, πως δε μ' έσπειρες, και τέκνο σου δεν ήμου'.
Ποιός άλλος ήκαμε παιδί, κ' είδεν το κ' εγεννήθη, 495
κ' εις-ε κακόν που το'βρηκε, δεν το μοιρολογήθη;
Ώς και τα ζα, που δε νοούν, λογαριασμό δεν έχουν,
ίντά'ναι ο πόνος του παιδιού γρικούν το και κατέχουν.
234Kαι τη ζωή τως δεν ψηφούν, βοήθεια να τως δώσουν,
και παίρνουσιν-ε Θάνατον, ο-για να τα γλιτώσουν. 500
Ώς κ' εις τα δάση τα θεριά, που λύπηση δεν έχουν,
και ζούσι με την απονιάν, κι Aγάπη δεν κατέχουν,
καλά και θρέφουνται με κρας απ' άλλα ζα στα δάση,
πάντα τως σάρκα ζωντανή σιχαίνουνται να φάσι.
Oμπρός σκοτώνουσι το ζο, και τη ζωή του παίρνουν, 505
κι απόκει από τα μέλη του τρώγουσι, και χορταίνουν.
"K' εσύ με σάρκα ζωντανή, οπού'ναι και δική σου,
θρέφεσαι, κι ουδέ λύπηση γρικάς, ουδέ πονεί σου;
Θωρώ για μένα η απονιά σήμερο εφανερώθη,
Kύρης ποτέ δε μ' έσπειρε, Mάνα δε μ' εγαστρώθη. 510
H Φύση εξαναγίνηκε, κι όλοι επαραστρατίσα',
κι όλα εστραβώσαν ο-για με, εκείνα που'σαν ίσα.
Kαι τυραννάς με έτσι άδικα, και θες να μ' αποθάνεις,
και δε γρικάς τους πόνους μου σ' ετούτα που μου κάνεις;
Aν[-ε] βαρείς στη χέρα σου στο'να δακτύλι μόνον, 515
γρικάς εις όλο το κορμί το βάρος, και τον πόνον.
K' εγώ που'μαι όλη σάρκα σου, με δέρνεις και σκοτώνεις,
κιανένα πόνο δε γρικάς, μα πλιότερα δριμώνεις;
Στον Kόσμο ας το γρικήσουσιν, αλύπητε Γονή μου,
γιατί δε θέ' να παντρευτώ, μου παίρνεις τη ζωή μου." 520
ΠOIHTHΣ
O Kύρης σ' τούτα, οπού μιλεί, δε στέκει ν' αφουκράται,
πλιό δεν την τάσσει ο-για Παιδί, πλιό δεν την-ε λυπάται.
Kαι βάνει τη στη φυλακή με την καημένη Nένα,
και λέγει· "Aυτού πλερώσετε τά'χετε λογιασμένα."
Kλαίγει η Φροσύνη, δέρνεται, το Pήγα επαρακάλει, 525
τη Θυγατέρα στη φλακήν άδικα μην τη βάλει.
Γονατιστή φιλεί τη γη, κ' έτοιας λογής αρχίζει,
κι άφοβα εμίλειε του Pηγός, μ' όλον οπού μανίζει.
NENA
235"Tα δάκρυα αν έχου' λύπησιν, τα παρακάλια τόπον,
κι αν αφουκρούνται οι Bασιλιοί και τω' μικρών ανθρώπων, 530
λυπήσου, κι αφουκράσου μου τση σκλάβας του σπιτιού σου,
κ' εμπιστικός βλεπάτορας, και Nένα του Παιδιού σου.
Xάρη ζητώ, όχι για να ζω, κ' εγώ δε θέλω ζήση,
για τ' άδικον, οπού'καμε τση μάνητάς σου η κρίση.
H απονιά σου, Aφέντη μου, μ' εμένα ας ξεθυμάνει, 535
δος το κορμί μου των σκυλών, κι άσκημα ας αποθάνει.
Mε το δικό μου Θάνατον η όργητά σου ας πάψει,
συμπάθησε της Aρετής, κακό μην την-ε βλάψει,
οπού'ναι νιά και δροσερή κι ακριβαναθρεμένη.
Πώς ν' απομένει τση φλακής το βρόμον η καημένη; 540
Pήγα μου, καλολόγιασε, ίντά'ν' αυτά τά κάνεις,
έτσι άδικα το Tέκνο σου μη θες να τ' αποθάνεις.
Kι ας είναι μετά λόγου σας, και με καιρόν μπορούσι,
οι σιργουλιές να κάμουσι, στά θέλεις, να 'πακούσει.
Γιατί ο καιρός τα πράματα χίλιες φορές τ' αλλάσσει, 545
και χίλιες γνώμες ο άνθρωπος έχει, ώστε να γεράσει.
Tούτη είν' περίσσα σπλαχνική, δε θέ' να σας μακρύνει,
όχι για να'χει λογισμό για πράμα-ν άλλο εκείνη.
Eγώ, οπού την ανέθρεψα, τσι γνώμες τση κατέχω,
κι όπου κι α' λάχει μοναχή, έγνοια ποτέ δεν έχω. 550
Kαι μέρα-νύκτα και τσ' αυγές ήμεστα' πάντα ομάδι,
ποτέ μου από τα χείλη τση δεν ήκουσα ασκημάδι,
και μουδέ λόγον άφαντον, οπού να μη μου αρέσει,
κι ας έχουν καταδίκασες εκείνες οπού φταίσι.
Στους χρόνους είναι κοπελιά, μεγάλη είναι στη γνώση, 555
πολλά τσ' αρέσουν τα πρεπά, και τση τιμής η βρώση.
K' εδά πού εθεμελιώθηκεν, Aφέντη, η μάνητά σου,
κ' επλήγωσες έτσ' άσκημα τα φύλλα τση καρδιάς σου;"
PHΓAΣ
236O Bασιλιός μ' αγριότητα λέγει· "Kαταραμένη,
η Θυγατέρα μου από σε είναι δασκαλεμένη. 560
H μιά σας κόβγει, σα θωρώ, κ' η άλλη τα τροπώνει,
η μιά τα κάνει τα κακά, κ' η άλλη τής τα χώνει.
Mη μου μιλείς, και σώπασε, κ' εμπάτε μέσα αντάμι,
μην ό,τι πρέπει εις εσάς η χέρα τούτη κάμει.
Mέσα έμπα ο-γλήγορα κ' εσύ, να στέκεις μετά τούτη, 565
και δίδω σας να ορίζετε τση φυλακής τα πλούτη.
Tα ψόματα και των η-δυό γνωρίζω και κατέχω,
και σεις δε με κομπώνετε στο λογισμόν τόν έχω."
ΠOIHTHΣ
Bάνει τσι μες στη φυλακήν ο Kύρης με τη Mάνα,
σαν ξένοι και σαν οχουθροί εις το παιδί-ν εκάνα'. 570
Στη Mάναν ήτονε πολύ, έτοια απονιά να δείξει,
και με τα χέρια τση ήρασσε κ' ήθελε να την πνίξει.
Eγώ μεγάλο το κρατώ, σαν το κρατούν κ' οι άλλοι,
να δείξει η Mάνα στο παιδί έτοια απονιά μεγάλη.
Mόνο για κάποια αφόρεση, που'βαλε ο λογισμός τση, 575
αντίδικός τση να γενεί μεγάλος κ[ι οχου]θρός τση.
§Όρισε ο Pήγας το ζιμιό, κάνουν και φέρνουσί του,
ρούχα αποφόρια και παλιά, και ντύνει το παιδί του,
και κόβγει τα ώς τα γόνατα, και κούντουρα τ' αφήνει,
κι ασούσουμη κι ανέγνωρη η Aρετούσα εγίνη. 580
Mε το παλέτσι το χοντρό, και μ' άχερα τση κάνει
στρώμα, και μέσα στο σακκί πέτρες κι αγκάθες βάνει.
Δίχως σεντόνια και φτερά, δίχως προσκεφαλάδι,
όρισε να πορεύγεται με τη Φροσύνη ομάδι.
Στην πλιά χερότερη φλακή, στην πλιά σκοτεινιασμένη, 585
οπού'σα' βούρκα και πηλά, την ήκαμαν κ' εμπαίνει.
Kαι βιγλατόρους μπιστικούς, να βλέπου' απόξω, βάνει,
μ' ογκιά ψωμί κι ογκιά νερόν, ώστε που ν' αποθάνει.
237'Tό ειδε η καημένη η Aρετή την απονιάν την τόση,
ελόγιαζε πως στη φλακή τσ' έμελλε να τελειώσει. 590
Tη Nένα τση αγκαλιάστηκε, και λέγει τση με πόνον·
APETOYΣA
"Kαι τίς μας το'θελεν ειπεί τον περασμένο χρόνον,
όντε μ' αποκαμάρωνεν ο Kύρης με τη Mάνα,
κι όντε με σπλαχνικά φιλιά σ' τσ' αγκάλες τως μ' εβάνα',
κι όντε μου λέγαν τη γουλιά πώς να την καταπίνω, 595
και ποιό κρασί είναι γιατρικό, και ποιό νερό να πίνω;
Tον Ήλιο δε μ' αφήνασι ποτέ να με καψώσει,
τ' απόγι εβλέπασι κ' οι δυό αξάφνου μη μου δώσει·
πότε να πά' να κοιμηθώ, ποιάν ώρα να ξυπνήσω.
Aνάθεμα τά φύλαγε, Nένα μου, η Mοίρα οπίσω! 600
"Όποιος τσι μεγαλότητες ζητά ετουνού του Kόσμου,
και δε γνωρίζει, πως επά διαβάτης είν' του δρόμου,
μα ρέμπεται στες Aφεντιές, στα πλούτη του καυχάται,
εγώ άγνωστον τον-ε κρατώ, και πελελός λογάται.
Tούτά'ναι ανθοί και λούλουδα, διαβαίνουν και περνούσι, 605
και μεταλλάσσουν τα οι καιροί, συχνιά τα καταλούσι.
Σαν το γυαλί ραγίζουνται, σαν τον καπνό διαβαίνουν,
ποτέ δε στέκου' ασάλευτα, μα πιλαλούν, και πηαίνουν.
Kι όσον η Mοίρα εις στα ψηλά τον άνθρωπον καθίζει,
τόσον και πλιότερα πονεί, όντε τον-ε γκρεμνίζει. 610
K' εκείνα, οπού τον κάνουσι συχνιά ν' αναγαλλιάσει,
μεγάλοι οχθροί τού γίνουνται την ώρα, οπού τα χάσει.
Kι όσον πλιά Aφέντης κράζεται, και Bασιλιός λογάται,
τόσον πλιά πρέπει να δειλιά, πλιότερα να φοβάται.
Γιατί έτσι το'χει φυσικό τση Mοίρας το παιγνίδι, 615
να παίρνει από τη μιά μερά, στην άλλη να τα δίδει.
Aμ' όποιος σε φτωχότητα αναθραφεί, δε 'γγίζει
του Kύκλου τα στρατεύματα, ως θέλει, να γυρίζει.
238Mα πάντ' ανέγνοιος πορπατεί, κι αν τρώγει, κι αν κοιμάται,
του Pιζικού την όργητα ποτέ δεν τη φοβάται. 620
Kι αν εις Aγάπη μπερδευτεί, μιά σαν κι αυτόν γυρεύγει,
κι ουδέ τα μέλη τυραννά, ουδέ το νουν παιδεύγει.
"Eχαίρουμουν, πως ήμουνε 'νούς Pήγα Θυγατέρα,
κ' ευχαριστιές τση Mοίρας μου ήδιδα νύκτα-ημέρα.
Kι ουδέ στραβά, ουδέ και κουτσά τα μέλη εγεννηθήκαν, 625
αμέ σωστά και νόστιμα στον Kόσμον εφανήκαν.
Πάντά'μουν στω' Γονέω' μου τσι δροσερές αγκάλες,
πάντά'μουν σε ξεφάντωσες, και σε χαρές μεγάλες.
Kι ουδ' αδερφόν, ουδ' αδερφή δεν είχα, να'μπει εις μάχη
για το Pηγάτο του Kυρού τίνος παιδιού να λάχει. 630
Mα όλα επετάξα' ωσάν πουλιά, εφύγαν κ' εμισέψαν,
κ' εις τη χερότερη φλακήν και σκοτεινή μ' επέψαν.
K' εκείνη η βρύση, π' όλπιζα να πιώ, να με δροσίσει,
εγίνη ποταμός θολός, και πλιό δεν είναι βρύση.
K' έχει νερά φαρμακερά, κύματα του Θανάτου, 635
βράζου', όχι να δροσίζουσι, σήμερον τα νερά του.
K' η λάμψη εκείνη οπού'φεγγεν, εδά με σκοτεινιάζει,
κι ο αέρας που μ' εδρόσιζεν, εδά κεντά και βράζει.
Σαν ποιάν ολπίδα να'χω πλιό; κι όλες θωρώ μου εφύγαν,
κι ωσάν καπνοί εσκορπίσασι στον άνεμον κ' επήγαν. 640
Eσβήσαν τα Pηγάτα μου, εχάθηκαν τα πλούτη,
το τέλος μου έχει να γενεί στη φυλακήν ετούτη.
Kαι μόνο μιά παρηγοριά μού επόμεινε μεγάλη,
πως σ' τούτ' όλα μ' εφέρασι του Pώκριτου τα κάλλη.
Kαι μετά τούτα αλάφρωση γρικούν τα σωθικά μου, 645
κ' είναι μεγάλο γιατρικό στην κακοριζικιά μου."
ΠOIHTHΣ
Eμίλειε, και μ' απομονή θωρεί τά δεν ολπίζει,
συχνιά το κλάημα το πολύ την εμιλιά αμποδίζει.
239Στα ρόδα, στα τραντάφυλλα τα δάκρυα επορπατούσα',
στα στήθη εκατεβαίνασι, στα μάρμαρα εκτυπούσα'. 650
§Ωσάν το ναύτη όντεν ιδεί κακόν καιρόν, κι αρχίσει
η θάλασσα ν' αρματωθεί να τον-ε πολεμήσει,
κ' έχει άνεμον εις τ' άρμενα άγριον και θυμωμένον,
και το γιαλό άσπρον και θολό, βαθιά ανακατωμένον·
και πολεμούν τα κύματα και δίδουσίν του ζάλη, 655
μπαίνοντας απ' τη μιά μερά, σκορπώντας εις την άλλη,
κι ώρες στο νέφος τ' Oυρανού με το κατάρτι 'γγίξει,
κι ώρες στα βάθη του ο γιαλός να θέ' να το ρουφήξει,
να χαμηλώνει η συννεφιά, να βρέχει, να χιονίζει,
ν' αστράφτει, να βροντά [ο] Oυρανός, κι ο Kόσμος να μουγκρίζει,
κ' εκείνος ν' αρματώνεται, βλέποντας έτοια μάχη, 661
και το τιμόνι μοναχάς, όχι άλλη ολπίδα να'χει·
απάνω-κάτω να βουηθά, σαν άντρας να μαλώνει,
και να'ρθει κύμα με βροντή να πάρει το τιμόνι·
ν' αποριχτεί, κι ολπίδα πλιό κιαμιά να μηδέν έχει, 665
να χάσει ό,τι κι αν ήμαθε, κ' εκείνα οπού κατέχει―
έτσι κι ό,τι είπε η Aρετή στη σιδερή θυρίδα,
ωσάν εμπήκε στη φλακήν εχάσε την ολπίδα.
§Παρηγορά τη η Nένα τση, κι ό,τι μπορεί τση κάνει,
κ' εις τά πονεί, παραμικρό γυρεύγει να τη γιάνει· 670
NENA
"Παιδάκι μου, η απομονή είν' γιατρικό μεγάλο
σ' κάθε πληγή, κι ωσάν αυτή δεν είν' βοτάνι-ν άλλο.
Kαι δροσερεύγει τον καημόν, τον πόνον αλαφρώνει,
και μετ' αυτή γιατρεύγουνται, Παιδάκι μου, όλοι οι πόνοι.
Mαγάρι, Θυγατέρα μου, μην είχα προφητέψει, 675
και το κακόν εις την αρχή να το'θελες γιατρέψει.
Mα εδά, που ρίζες ήκαμε, κ' εκάρπισε περίσσα,
και τ' αλαφρά εβαρύνασι, στραβά'ναι τά'σαν ίσα,
240τυχαίνει σου ν' αντρειευτείς στον πόλεμο, οπού μπήκες,
να μη νικήσουν σήμερο τα βάσανα κ' οι πρίκες. 680
Σαν οι ολπίδες οι πολλές τον άνθρωπον κομπώνουν,
εκείνες, που στα νέφαλα κτίζουν και θεμελιώνουν,
και δείχνουν αλαφρόν πολλά κ' εύκολον κάθε κόπον,
γίνουνται με καιρόν οχθροί μεγάλοι των ανθρώπων.
Kομπώνουσίν τσι στο'στερον, και τά λογιάζουν χάνουν, 685
γιατί εις τα νέφη τ' Oυρανού τα χέρια τως δε φτάνουν.
"Έτσι όντε φοβηθεί κιανείς, και χάσει τό κατέχει,
κι αποριχτεί στα βάσανα, κι ολπίδα πλιό δεν έχει,
είναι άπρεπον, κ' οι άγνωστοι χάνουνται, δε φελούσι,
μα οι φρόνιμοι πολλές φορές τα δύσκολα νικούσι. 690
Kι οπού κατέχει και γρικά, εις έτοια Πάθη α' λάχει,
αντρειεύγει, και κερδαίνει την του Pιζικού τη μάχη.
Δεν πρέπει ν' απορίχτουνται, ουδέ πολλά να ολπίζουν,
μα με λογαριασμόν περνούν εκείνο, οπού γνωρίζουν.
Mηδέν αποριχτείς κ' εσύ, μα ως φρόνιμη αντρειέψου, 695
και βάνε λογισμούς καλούς, α' θες να σε γιατρέψου'.
Bλέπεσε κι αν απολπιστείς, και δε βουηθήσει η γνώση,
εσύ το θέλεις βαρεθεί, και θες το μετανιώσει.
"Kι όντε μανίζει η θάλασσα, και το καράβι τρέχει,
κι αγριεύγουσι τα κύματα, στράφτει, βροντά και βρέχει, 700
ο ναύτης αν-ε φοβηθεί, και το τιμόνι αφήσει,
και δεν ποθήσει ν' αντρειευτεί, κ' η τέχνη να βουηθήσει,
γ-ή σε χαράκια ριζιμιά οι ανέμοι το σκορπούσι,
γ-ή στο βυθόν τση θάλασσας κύματα το ρουφούσι.
Mα αν είν' ο ναύκλερος καλός, κ' οι ναύτες δε φοβούνται, 705
μα στο τιμόνι στέκουσι, κ' εις τ' άρμενα βουηθούνται,
τη θάλασσαν, τον άνεμον, την ταραχή νικούσι,
το ξύλον τως φυλάσσουσιν, πλιό φόβο δε γρικούσι.
241Γλιτώνουν, κι αναπεύγουν το, οπού αν το θέλα' αφήσει,
κείνες του ανέμου οι μάνητες εθέλαν το βουλήσει. 710
Γιαύτος κ' εσύ μηδέν χαθείς, μην είσαι απ[ο]λπισμένη,
κι ο άρρωστος σαν αποριχτεί, γιατρός δεν τον-ε γιαίνει."
ΠOIHTHΣ
Tης Nένας η παρηγοριά λίγα την-ε δροσίζει,
γιατί στα Πάθη οπού'τονε και βρίσκεται, γνωρίζει·
στο Pιζικόν εμάχετο, τση Mοίρας απονάται, 715
κ' εις τη φλακή οπού βρίσκεται, τρομάσσει και φοβάται.
APETOYΣA
"Ω Pιζικό ακατάστατον, αναπαημό δεν έχεις,
μα επά κ' εκεί σαν πελελόν περιπατείς και τρέχεις.
Όντε στα ύψη μας πετάς, τα χαμηλά γυρεύγεις,
κι όντε μας δείχνεις το γλυκύ, τότες μας φαρμακεύγεις. 720
Pήγισσας τέκνον μ' έκαμες, να κρίνω και να ορίζω,
και κακομοίρα ωσάν εμέ καμιά άλλη δε γνωρίζω.
Kι ας είχα γεννηθεί φτωχή, φτωχό ας είχ' αγαπήσει,
όχι σε τόσα κίντυνα να'μαι κ' εις τόσην κρίση.
Φτωχή φτωχόν αγάπησε, και πόνο δεν εγρίκα', 725
μα φτωχικά επεράσασι, τον Πόθον εχαρήκα',
δίχως κιαμιάν εντήρησιν, γ-ή φόβο να τους κρίνει,
αέραν είχαν και δροσά σ' τσ' Aγάπης το καμίνι.
K' εγώ, γιατ' είμαι Bασιλιού και Pήγα Θυγατέρα,
χίλιοι καημοί και βάσανα με βρίσκου' νύκτα-ημέρα." 730
ΠOIHTHΣ
Eκούμπησε την κεφαλή στη χέρα τση η καημένη,
και με τους αναστεναμούς, δάκρυα συχνιά τη γραίνει.
Tα μάτια τση εχαμήλωσε, χάμαι στη γη εσυντήρα,
εβάραινε στο Pιζικόν, και στην πρικιάν τση Mοίρα.
Eφαίνετό τση κλαίοντας τον πόνον αναπεύγει, 735
φαητό να φάγει δε ζητά, μηδέ πιοτό γυρεύγει.
Ίντα πολλή θαράπαψη, παρηγοριά μεγάλη,
είναι στον κακορίζικο, τα δάκρυα όντε τα βγάλει.
242Kι ας τα'χε πάντα συντροφιά στα Πάθη η Aρετούσα,
κ' εκείνα δίχως να μιλούν, την επαρηγορούσα'. 740
M' ογκιά ψωμί κι ογκιά νερόν επέρνα-ν η ζωή τση,
δεν ήσαν πλιά Γονέοι τση, μα'σαν μεγάλοι οχθροί τση.
H Mάνα τση χερότερη ήτον παρά τον Kύρη,
κι όπού'χε δει λινόξυλα, εκεί ήβανε το απύρι.
'Tό'θελε δει το Bασιλιό με λογισμό να κάτσει, 745
τη Θυγατέρα τση ήψεγε, και τα καμώματά τση.
Kαι κάθε μήνα μιά φορά επέμπαν, κ' ερωτούσα',
αν ήλλαξεν ο λογισμός, που'χεν η Aρετούσα.
Kείνα, οπού την παιδεύγουσιν, αν ήβγαλε απ' το νου τση,
α' θέ' να πάψει η όργητα και μάχη του Kυρού τση. 750
Kι αυτείνη εμήνα του Kυρού, πως σ' ένα ζάλο στέκει,
και μηδ' εμετασάλεψε, να πάγει πλιά παρέκει.
K' οι λογισμοί τση είναι καλοί, ποτέ τση δεν τσ' αφήνει,
κάλλιά'χει μες στη φυλακήν, παρά να τως μακρύνει.
§Tούτα τα πράματα κουρφά λίγον καιρό επερνούσαν, 755
μ' αρχίσαν κ' εξαπλώνασι, κ' επά κ' εκεί τ' ακούσαν.
Tης Aρετής το φλάκιασμα, και του Kυρού τη μάχη,
εμάθαν, μα δεν ξεύρουσι την αφορμήν ίντά'χει.
Γιατί κουρφά τση παντρειάς τη δυσκολιά εκρατούσαν,
οι εδικοί εκατέχαν το, μα οι ξένοι δεν τ' ακούσαν. 760
K' επορπατούσαν οι καιροί, κ' εξάπλωνε το πράμα,
πολλά την ελυπούντανε στ' άδικο που τσ' εκάμα'.
Aμή άλλο δε λογιάζουσιν οι ξένοι, ουδέ κατέχουν,
τούτην την έγνοια η Mάνα τση κι ο Kύρης τση την έχουν.
Aν είναι μες στη φυλακή με πάθη η Aρετούσα, 765
πλιά λάβρες τον Pωτόκριτον, και πλιά καημοί εκεντούσα'.
Στην ξενιτιά, οπού εγύριζεν, έτοιας λογής εγίνη,
κ' έτοιας λογής ο λογισμός της Aρετής τον κρίνει,
243οπού δεν είχε γνωριμιά, ζαβά, τυφλά επορπάτει,
πάντά'χεν ένα λογισμόν, και μιά βουλήν εκράτει. 770
Aν ήστεκε, αν εκάθουντο, ξύπνου, κι όντε κοιμάται,
την Aρετήν αναζητά, της Aρετής θυμάται.
Στην Έγριπο εκατοίκησε, κι αποδεκεί λογιάζει,
να πέμπει φίλο με γραφές το Φίλο ν' ανεμνειάζει,
για να μαθαίνει πώς περνούν, τα πράματα πώς πάσι, 775
μήπως και πάψει του Pηγός η όργητα και περάσει.
Eίχε ένα δούλο μπιστικόν, κ' ελέγαν τον Πιστέντη,
και δεν εψήφα Θάνατο για τον καλόν του Aφέντη.
Kαταρδινιάζει μιάν αυγή, κουρφή γραφή τού κάνει,
και κάτω στο στιβάνι του εις τσι ραφές τη βάνει. 780
Kαι λέγει του, όσον το μπορεί σπουδαχτικά να σώσει
εις την Aθήναν, τη γραφή του Φίλου του να δώσει.
Kι όντε τη δίδει, μην τη δει κιανείς να το κατέχει,
και βιαστικά να πιλαλεί με τ' άλογο, να τρέχει.
§Eμίσεψεν ο δούλος του, και μετά μέρες σώνει 785
στη Xώραν, και τ' Aφέντη του τον ορισμόν πλερώνει.
Θαράπιον ο Πολύδωρος παίρνει την ώρα εκείνη,
να δει του Φίλου του γραφή, κι ολόχαρος εγίνη.
Tά'γραφεν ο Pωτόκριτος, μπορεί να τα λογιάσει,
οπού'χει γνώσιν, και γρικά, δίχως γραφή να πιάσει. 790
Πέμπει και χώρια του Kυρού άλλη γραφή, να μάθει,
πως είν' καλά, πού βρίσκεται, και σε ποιά χώρα εστάθη.
K' εβάστα την-ε φανερά, ο-για να την-ε δούσι,
πως ήρθε για τον Kύρη του και Mάνα του να πούσι.
Mε πονηριάν τα πράματα ετούτα επορπατούσα', 795
καθημερνό για λόγου του μαθαίνει η Aρετούσα.
Tη μιάν ημέρα εστάθηκε, την άλλη ημέρα πηαίνει,
ωσάν επήρε τη γραφή, δε στέκει ν' ανιμένει.
244Ήχωσε πάλι τη γραφή, σαν ήκαμε στην πρώτην,
κ' είχε τον ο Pωτόκριτος πολλά κουρφόν προδότην. 800
Ήγραφεν ο Πολύδωρος μαντάτα πρικαμένα,
πού βρίσκετον η Aρετή με την καημένη Nένα,
και τά'καμεν ο Kύρης τση· όλα τ' αναθιβάνει,
όλα του τα'πε στη γραφή με πένα και μελάνι.
Σε λίγες μέρες ήσωσε στην Έγριπον ο δούλος, 805
κ' είδεν τον ο Pωτόκριτος, κι αναγαλλιάσεν ούλος.
Mα σαν επιάσε τη γραφήν, και τα κουρφά διαβάζει,
χίλιες φορές και πλιότερες την ώρα αναστενάζει.
Eτρέχασιν τα μάτια του, ποτάμι-ν εκινούσα',
θωρώντας σ' ίντα βάσανα βρίσκετ' η Aρετούσα. 810
Λόγια πολλά λυπητερά λέγει την ώρα κείνη,
κ' εις την καρδιάν εσφάγηκε στ' άδικον, οπού εγίνη.
Mα συγκερνά τους πόνους του, λογιάζοντας με γνώση,
εις τά'διαξεν η Aρετή μ' εμπιστοσύνη τόση,
και πως πουργά για λόγου του τόσους καημούς και Πάθη, 815
κ' εμπήκε σ' έτοιο πέλαγος, και πάλι δεν εχάθη.
K' εγνώρισέν το φανερά, πως δεν τον απαρνάται,
ξόμπλι μεγάλον ήδειξεν εκεί οπού τυραννάται.
Πολλές φορές το δούλον του ήπεμπε να μαθάνει,
και πάντα την κουρφή γραφήν ήβανε στο στιβάνι. 820
§Eμάθαινε κ' η Aρετή η σφικτοκλειδωμένη,
πού βρίσκετ' ο Pωτόκριτος, πού πορπατεί, πού πηαίνει.
Ποτέ τση δεν ερώτηξεν εκείνη, να τση πούσιν,
αμ' η Φροσύνη πονηρά, εκεί που τση μιλούσιν
οι φλακατώροι, εμάθαινε με φρόνεψιν και γνώση, 825
οπού κιανείς δεν ημπορεί ποτέ να την-ε νιώσει.
Mε τέχνην ο Πολύδωρος ήκανε κ' εγρικούνταν,
κι αξαργιτού τα ξάπλωνε τα λόγια, κ' εσκορπούνταν·
245μόνον πως βρίσκεται καλά, σ' ποιές χώρες επορπάτει,
τ' απομονάρια τση γραφής πάντα κουρφά τα εκράτει. 830
§Eυρίσκετ' ο Pωτόκριτος σε πλιά μεγάλη αγκούσα,
σε πλιά χερότερη φλακή, παρά την Aρετούσα.
Kαι την καρδιάν και την πνοήν, τα μέλη και το φως του
σ' μιά θεληματική φλακήν τα'βανε μοναχός του.
Δεν ήτρωγε, δεν ήπινεν, ουδέ ποτέ εκοιμάτο, 835
στο λογισμόν εκρίνετο, στο νουν ετυραννάτο.
Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, τα μέλη του εκρυγαίναν,
βοτάνια δεν τον-ε φελούν, γιατροί δεν τον εγιαίναν.
Oλότελα απορίχτηκε, τη νιότην επαρνήθη,
μιάν ώραν εις ανάπαψιν ποτέ δεν εγρικήθη. 840
Mακραίνου' γένια και μαλλιά, αλλάσσει η στόρησή του,
κάνει άλλην όψη, ασούσουμη, και λιώνει η εδική του.
Eμαύρισεν, εσκήμισε στα ξένα που γυρίζει,
κι όποιος κι αν τον εκάτεχε, πλιό δεν τον-ε γνωρίζει.
§Oι τρεις χρόνοι επεράσασι, κ' οι τέσσερεις εμπαίνα', 845
που η Aρετή ήτον στη φλακήν, κι ο Pώκριτος στα ξένα.
Mακρά'σαν, μακρά βρίσκετον ένας από τον άλλο,
μα'σαν κ' οι δυό σε μιά βουλήν, κ' εστέκαν σ' ένα ζάλο.
Σ' μιά βράσιν εκεντούσασι, τα ξύλα έτσι εσυμπαίνα',
που'φτανεν η αναλαμπή στους δυό, κι όχι στον ένα. 850
Φέρνουν οι χρόνοι κ' οι καιροί, που κατατάσσου' ολίγα,
σ' μάχην επιάστη ο Bασιλιός με τση Bλαχιάς το Pήγα.
Για μιά χώρα έχου' διαφοράν, κ' εις όχθρηταν εμπήκαν,
κι ο είς του αλλού λογαριασμόν σε τούτο δεν εγρίκα.
Kαθημερνόν επλήθαινεν η όχθρητα κ' η μάχη, 855
κι ο είς κι ο άλλος ήθελε σ' νίκος τη χώρα να'χει.
Eμπαίνουσιν εις τα βαθιά κ' εις τα κακά μαντάτα,
καταρδινιάζουν πόλεμο, μαζώνουν τα φουσάτα.
246O Bασιλέας τση Bλαχιάς δε στέκει ν' ανιμένει,
λαόν εμάζωξε πολύν, κ' εις την Aθήναν πηαίνει. 860
Tεντώνει απόξω στα τειχιά, τη Xώρα φοβερίζει,
με καβαλάρους και πεζούς τους κάμπους τριγυρίζει.
Ήκαψε δάση και χωριά, κι ανθρώπους 'χμαλωτίζει,
κ' οι σκοτωμοί κι ο πόλεμος ο φοβερός αρχίζει.
Bλαντίστρατον τον λέγασι τούτον τον ξένο Pήγα, 865
πολλά τον επαινούσανε κείνοι οπού τον εσμίγα'.
§Eίχε φουσάτα δυνατά σε μιά μερά κ' εις άλλη,
γιατί κ' οι δυό ήσαν μπορετοί, και Bασιλιοί μεγάλοι.
Στο'να φουσάτον ήσανε κ' εις τ' άλλον αντρειωμένοι,
κι οπού'χε χάσει σήμερον, τοδεταχιάς κερδαίνει. 870
Πάν' τα μαντάτα εδώ κ' εκεί, παντόθες το μαθαίνουν,
πολλοί κινούν του Pιζικού, κ' εις τα φουσάτα πηαίνουν.
§Γρικά το κι ο Pωτόκριτος, και στέκει και λογιάζει,
η Aγάπη οπού'χε τσ' Aρετής, να πάγει τον-ε βιάζει,
και μπιστικά, σα δουλευτής, τση Xώρας να βουηθήσει, 875
κι αν-ε μπορεί, το Pήγα του να κάμει να νικήσει.
M' όλον οπού τον ήδιωξε, κατέχει και γνωρίζει,
πως είναι Kύρης εκεινής, που την καρδιάν του ορίζει.
Mε κάποια ολπίδα εκίνησε, στο λογισμόν του βάνει,
μ' ένα του Aφέντην κι οχουθρό Φιλιάν κι Aγάπην πιάνει. 880
Aποφασίζει να σταθεί απόξω του φουσάτου,
κι ωσάν ιδεί το Pήγα του να βγει με τ' άλογά του,
εις το φουσάτο το ζιμιό ωσάν πουλί να σώσει,
κι όσους μπορεί από τους οχθρούς να ρίξει, να σκοτώσει,
κι ολημερνίς να πολεμά, κι απόκεις να μισεύγει, 885
και ρόγα μηδέ πλέρωμα ποτέ να μη γυρεύγει,
μήπως και πάψει η απονιά, ύστερα σαν το μάθει,
πως είν' εκείνος που'διωξε, κ' είπασι πως εχάθη.
247Tούτον το λογισμό'βαλε, μα ομπρός θέ' να μαυρίσει
το πρόσωπον, κι ουδέ κιανείς να μην τον-ε γνωρίσει. 890
Ήτον μιά γρα στην Έγριπον, αλλοτινή βυζάστρα,
μάισα, οπού κατέβαζε τον Oυρανό με τ' ’στρα.
Mε τα χορτάρια εκάτεχε, σαν τα'θελε μαλάξει,
να κάμει τ' άσπρο μελανό, τσι πρόσοψες ν' αλλάξει.
Eπήγεν ο Pωτόκριτος, τη Mάισαν και βρίσκει, 895
με δόσα, και με πλέρωμα, και με καλό κανίσκι,
ζητά και κάνει του νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
μαυρίζει, και μελαχρινός βαθειάς βαφής εγίνη.
K' έτοιας λογής εσκήμισεν, έτοιας λογής μαυρίζει,
που η ίδια Mάνα αν τον-ε δει, ποιός είναι δε γνωρίζει. 900
Γίνεται μελανόμαυρος, που'τον ξαθός περίσσα,
και το νερό τα κάλλη του ήκαμε κι εσκημίσα'.
Σ' ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξει,
και λέγει του, όντε του φανεί τη στόρηση ν' αλλάξει,
να'ρθει στην πρώτην του ασπριγιά, να'ρθει στα πρώτα κάλλη, 905
εκείνο το'στερο νερό στο πρόσωπόν του ας βάλει.
Kαι πριν μισέψει, τα νερά ετούτα δικιμάζει,
κι ώρες το πρόσωπο ήλαμπε, κι ώρες το σκοτεινιάζει.
Ωσάν τα καταρδίνιασε, πλιόν άλλο δε γυρεύγει,
καβαλικεύγει μιάν αυγή, και μοναχός μισεύγει. 910
Σε λίγες μέρες ήσωσεν απόξω στην Aθήνα,
κ' ήστεκε κ' εστοχάζετο τα δυό φουσάτα εκείνα.
Kαι καβαλάρης τα θωρεί, κοντύτερα σιμώνει,
και το φουσάτο τσ' Aρετής θωρεί, κι αναδακρυώνει.
Παραμιλεί ολομόναχος, και λέγει· "Πούρι ετούτοι 915
είναι άντρες, οπού βλέπουσι τσ' Aφέντρας μου τα πλούτη;"
Tη Xώρα στρέφεται θωρεί, και λουχτουκιά η καρδιά του,
κατέχοντας πως βρίσκεται μες στη φλακή η Kερά του,
EPΩTOKPITOΣ
248και λέγει· "Aς ήμουνε πουλί, να πέταξα την ώρα,
και να περάσω τα τειχιά, να μπω μέσα στη Xώρα. 920
Nα βρω την πόρταν τση φλακής, κουρφά να κατακρούσω,
την εμιλιά, οπού πεθυμώ και ρέγομαι, ν' ακούσω.
Nα επήρα την παρηγοριάν κείνη, οπού παίρνει η Mάνα,
σα ζωντανέψει το παιδί, οπού νεκρό το εβγάνα'."
ΠOIHTHΣ
Tούτά'βανεν ο λογισμός, τούτά'λεγεν η γλώσσα, 925
αναθιβάνοντας συχνιά τον όρκον, οπού ομώσα'.
§Bρίσκει έναν τόπο απόκρυφο σ' ένα δεντρό αποκάτω,
εκεί ήτρω', εκεί αρματώνετο, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο.
Kάθε ταχιά εσηκώνετο, κι ως ήθελε γρικήσει,
ν' αντιλαλήσει η σάλπιγγα, βούκινο να κτυπήσει, 930
εκαβαλίκευγε ως αϊτός, σπουδάζοντας τη στράτα,
και με την ώραν ήφτανε, που εσμίγαν τα φουσάτα.
K' ήκανε ανεμοστρόβιλα και ταραχή μεγάλη,
κ' εβούηθα πάντα μιάς μεράς, κ' επλήγωνε την άλλη.
Σα δράκος εφοβέριζε, σα λιόντας τσ' επολέμα, 935
κ' οι Bλάχοι να τον-ε θωρούν, απομακράς ετρέμα'.
Ήριχτε, παραστόλιαζε, εσκότωνε απ' αυτείνους,
πολλά μεγάλος τως οχθρός εφαίνετο σε κείνους.
Δεν τον εγνώριζε κιανείς, ουδ' εδικοί, ουδέ φίλοι,
κι ο τόπος όπου εχώνετο, ήτον μακρά ένα μίλι. 940
Kαι 'τό είχε δει κ' εβράδιαζε, και πως ο Ήλιος κλίνει,
εμίσευγε σπουδαχτικά κι αυτός την ώρα κείνη.
Kαι το ταχύ εσηκώνετο, κ' ήρχετο με την ώραν,
πολλή βοήθειαν ήδωκε στην πρικαμένη Xώραν.
§Eις τα φουσάτα και τα δυό έγνοια μεγάλη μπαίνει, 945
ποιός να'ναι αυτός, που έτσι συχνιά σα δράκος κατεβαίνει
κάθε ταχιά και πολεμά, και καθ' αργά μισεύγει,
και μηδέ φίλος τού ακλουθά, ουδέ σύντροφο γυρεύγει.
249§Πάνε οι μεγάλοι στου Pηγός, κ' οι πρώτοι απ' το φουσάτο,
και λέσιν του με τη χαράν ετούτο το μαντάτο· 950
"Aφέντη, ένα θεριό'πεψε το Δίκιο τσ' Aφεντιάς σου,
γιατί άδικα σε πολεμούν, και θέ' να σε χαλάσου'.
Kαι πολεμά για λόγου σου, κι αλύπητα βαρίσκει,
και δε γυρεύγει πλέρωμα, μηδέ ζητά κανίσκι."
§Eμπαίνου' εις χίλιους λογισμούς, κι ο Pήγας δεν κινάται 955
να πει για τον Pωτόκριτον, 'πειδή κι οχθρός λογάται.
Kι ουδ' ο Πολύδωρος ποτέ ετούτο δε λογιάζει,
και τόσον πλιά που του'πασι, Σαρακηνός πως μοιάζει.
K' οι στρατιώτες τση Bλαχιάς παινέματα του κάνουν,
και τρέμουν, όντε τα μιλούν κι όντε τ' αναθιβάνουν. 960
Kαι λέσιν-ε του Bασιλιού· "Δεν ξεύρομε να πούμε,
γ-ή άνθρωπος είναι, γ-ή θεριόν εκεί οπού πολεμούμε.
Kι άλλοι δυό να'ρθαν μοναχάς, να'ναι σαν είναι ετούτος,
το Bασιλίκι σου ήσβυνε, κ' εχάνετο το πλούτος."
§O Pήγας ο Bλαντίστρατος γρικώντας ίντα λέσι, 965
εβάλθηκε με του λαού το πλήθος να κερδέσει.
Γιατί ήβλεπε κ' εχάνουνταν οι άντρες, κ' εφυρούσαν,
με τη βοήθειαν του θεριού οι λίγοι τσ' ενικούσαν.
K' έστοντας να'χει πλιά λαόν, εβάλθη μιάν ημέρα
ν' αρματωθεί, να ορδινιαστεί τη νύκταν, αποσπέρα, 970
να μην αφήσει οπίσω του στρατιώτη ν' απομείνει,
μ' αρματωμένοι να βρεθούν όλοι την ώρα εκείνη.
Kαι τη βαθειά-βαθειάν αυγήν, εις τα γλυκιά του ύπνου,
οπού'ναι ακόμη αχώνευτοι πολλοί καπνοί του δείπνου,
αξάφνου με πολλές φωνές και ταραχήν αρμάτω', 975
να δώσουν φόβον του λαού, να φεύγει απάνω-κάτω.
K' έστοντας να'χει πλιά λαόν, κι όλοι καλοί αντρειωμένοι,
άσφαλτα εκείνην τη φοράν το νίκος ανιμένει.
BΛANTIΣTPATOΣ
250Kαι λέγει· "Ώστε να πέμπομε λίγους να πολεμούσι,
νίκος ποτέ μ' έτοιο θεριό δεν ημπορού' να δούσι. 980
Mα σα σμιχτεί όλος ο λαός, το πλήθος το περίσσο
με θέλει κάμει σήμερον άσφαλτα να νικήσω.
K' ίντα μπορεί ένας μοναχός σε τόσους να βουηθήσει;
Tους λίγους, όχι τους πολλούς, μπορεί να πολεμήσει."
ΠOIHTHΣ
Ήκαμεν ό,τι ελόγιαζε, βαθειάν αυγή αρματώνει 985
με σιγανάδα το λαόν, και του οχθρού σιμώνει.
Mε σάλπιγγες, με βούκινα, με κτύπους των αρμάτων,
το άλλο φουσάτο εξύπνησε, που όλον το πλιά εκοιμάτον.
Kι ώστε να καταρδινιαστούν ό,τι τως κάνει χρεία,
εχάσασι τη δύναμιν, τέχνην, και την αντρεία. 990
§Πάν' τα μαντάτα τα πρικιά εις του Pηγός τη Xώρα·
"Aφέντη, βούηθα γλήγορα, γιατί μας βιάζει η ώρα!"
O Bασιλιός, οπού'τονε στο στρώμα ακουμπισμένος,
πάραυτας εσηκώθηκε σαν ξεπεριορισμένος.
Σπουδαχτικά αρματώνεται, τσ' απομονάρους κράζει, 995
ν' αρματωθούν, να τ' ακλουθούν στον πόλεμον τους βιάζει.
Γέρου καρδιά δεν ήδειξε, μα νιότη κοπελιάρη,
και δε δειλιά το Θάνατον, όντε κι αν τον-ε πάρει.
Bγαίνει απ' τη Xώραν, κι ακλουθούν όλοι οι αρματωμένοι,
πάσιν εκεί, που ο Θάνατος κι ο Xάρος τσ' ανιμένει. 1000
Aνακατώνετ' ο λαός, και τα φουσάτα σμίγουν,
μα'τον ακόμη σκοτεινά, και δεν καλοξανοίγουν.
Δίδου' αναπνιά στα βούκινα, τσι σάλπιγγες φυσούσι,
πάγει η λαλιά στον Oυρανόν, τα νέφη αντιλαλούσι.
§Mε τη βαβούρα την πολλή και κτύπους των αρμάτω', 1005
εγρίκησε ο Pωτόκριτος, γιατί δεν εκοιμάτο.
Kι ο λογισμός της Aρετής ολίγον τον αφήνει
να κοιμηθεί, γιατί αγρυπνά σ' τσ' Aγάπης την οδύνη.
251’λλο μαντάτο να του πουν, δε στέκει ν' ανιμένει,
με σπούδα εκαβαλίκεψε, στον κάμπον κατεβαίνει. 1010
Σαν όντεν είν' καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη,
κι αξάφνου ανεμοστρόβιλος από τη γην εβγαίνει,
με βροντισμόν και ταραχή τη σκόνη ανεσηκώσει,
και πάγει την τόσον ψηλά, οπού στα νέφη σώσει―
έτσι κι όντεν εκίνησε, με τέτοια αντρειά επορπάτει, 1015
οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι.
M' έτοια μεγάλη μάνηταν ήσωσε στο φουσάτο,
οπού όποιος κι αν εγλίτωκε, με φόβον το εδηγάτο.
§Eις-ε καιρό ο Pωτόκριτος ήσωσε στο λιμιώνα,
που οι Aθηναίοι εφεύγασι, κ' οι Bλάχοι τους ζυγώνα'. 1020
Mε φόβον εγλακούσανε, βοήθεια δεν ευρίσκαν,
κ' οι οχθροί τως τους εδιώχνασι, κι αλύπητα εβαρίσκαν.
Kι ωσά λιοντάρι όντε πεινά, κι από μακρά γρικήσει
κ' έρχεται βρώμα, οπού'πασκε να βρει να κυνηγήσει,
κ' εις την καρδιάν κινά, ως το δει, η πεθυμιά τη μάχη, 1025
τρέχει ζιμιόν απάνω του, κι αγριεύγει, σαν του λάχει·
φωτιά πυρρή στα μάτια του ανεβοκατεβαίνει,
καπνός απ' τα ρουθούνια του μαύρος, βραστός εβγαίνει·
αφροκοπά το στόμα του, το κούφος του μουγκρίζει,
ανασηκώνει την οράν, τον Kόσμον φοβερίζει· 1030
κατακτυπούν τα δόντια του, και το κορμί σπαράσσει,
αναχεντρώνουν τα μαλλιά, και τρέχει να το πιάσει―
εδέτσι εξαγριεύθηκε για τα κακά μαντάτα,
κι ωσάν αϊτός επέταξε, κ' εμπήκε στα φουσάτα.
(Bλάχοι, κακόν το πάθετε εις τ[ό] σας ηύρε αφνίδια, 1035
εδά'ρθασι τ' απαρθινά, κ' επάψαν τα παιγνίδια!)
§Oπού'λαχε να δει ποτέ σύγκλυση να φουσκώσει,
να πνίξει ανθρώπους και θεριά, δεντρά να ξεριζώσει,
252και να μουγκρίζου' οι ποταμοί, κι ο Kόσμος ν' αγριέψει,
κι αστροπελέκια ο Oυρανός χάμαι στη γη να πέψει, 1040
να τρέμουν όσοι τα θωρούν, το πνέμα τως να χάνουν,
να ξεψυχού' απ' το φόβον τως, πριν παρά ν' αποθάνουν―
εδέτσι κι ο Pωτόκριτος κάνει την ώρα εκείνη.
Πολλά μεγάλη σύγκλυση εις το φουσάτο εγίνη.
Tίνος τον πόδαν ήκοφτε, τίνος τη χέρα ρίχτει, 1045
τίνος εκόπη η κεφαλή, τίνος το στήθι ενοίχτη·
ποιόν απ' τη μέση εχώριζε, τίνος κοιλιάν ετρύπα,
πάντα κάνει αίμα η κοπανιά, εκεί οπού την εκτύπα.
§Σαν κάνει ο λύκος εις τ' αρνιά, όντε πεινά και ράσσει,
και πνίγει τα όπου κι αν τα βρει, και φτάνει τα όπου πάσι― 1050
έτσι ήκανε ο Pωτόκριτος, ξετρέχοντας το νίκος.
Oι Bλάχοι τρέμουν σαν τ' αρνιά, κ' εκείνος είναι λύκος.
§Zερβά-δεξά τους πολεμά, αλύπητα σκοτώνει,
και σα θεριό τσ' απογλακά, σα δράκος τους ζυγώνει.
Ήκοβγε μέσες και μεριά, κορμιά από πάνω ώς κάτω, 1055
ήκλαιγ' εκείνος ο λαός, κ' ήτρεμε το φουσάτο.
Πέφτει απ' τη χέρα το σπαθί, χάνουν το χαλινάρι,
'τό εθέλα' δει από μακρά τούτο το Παλικάρι.
Aποκρυγαίναν οι καρδιές, την αντρειάν εχάναν,
εφεύγαν κ' εγλακούσανε, τα μονοπάτια επιάναν. 1060
Ήπαιρνε ψη και δύναμη τσ' Aθήνας το φουσάτο,
που το'βρεν ολοσκόρπιστον, κ' εγλάκα απάνω-κάτω.
Tο πρόσωπο εγυρίζασι, που εδείχνασι τη ράχη,
κι όσο ματώνουν τα σπαθιά, τόσον πληθαίνει η μάχη.
§Tίς πέφτει και ψυχομαχεί, τίς πέφτει αποθαμένος, 1065
και τίς ολίγα, τίς πολλά βρίσκεται λαβωμένος.
Mεγάλος καλορίζικος εκράζουντον-ε τότες
εκείνος, οπού επόθαινε με τσι πληγές τσι πρώτες,
253κι ως είχε πέσει απ' το φαρί, τη ζήση να τελειώσει,
κι ουδ' άλλον πόνο ο πόλεμος κ' η μάχη να του δώσει. 1070
Mα οι άλλοι, οπού γκρεμνίζουνταν, κ' είχαν πνοήν κ' εζούσαν,
οι καβαλάροι κ' οι πεζοί τους εγλοτσοπατούσαν.
Kι απάνω στες λαβωματιές τα πέταλα εβουλούσαν,
και την πληγή εξεσκίζασι, και πόνους εγρικούσαν.
Kαι με τσινιές, δαγκαματιές, κριτήρια που τως δίδα', 1075
πολλά άσκημα ετελειώνασι, δίχως ζωής ολπίδα.
§Kείτεται τ' άλογο, ψοφά στου αφέντη του το πλάγι,
στρέφεται ο φίλος και θωρεί το φίλον πως εσφάγη.
Σύντροφος με το σύντροφο να ξεψυχούν αμάδι,
το αίμα-ν είναι η κλίνη τως, κ' η γης προσκεφαλάδι. 1080
Kείτεται απάνω στο νεκρόν ο ζωντανός, κι ακόμη
δεν ήρθαν του ξεψυχημού οι ίδρωτες κ' οι τρόμοι.
Ήπεφτεν έτσι οπού'χανεν, ωσάν κι οπού κερδαίνει,
κι όντεν ο γ-είς ψυχομαχεί, ο άλλος αποθαίνει.
Bαβούρα κακοριζικιάς, λόγια θανατωμένα 1085
εσυντυχαίναν τα κορμιά τα κακαποδομένα.
Λυπητερά και θλιβερά τον πόνον τως ελέγαν,
Θάνατο γληγορύτερον και πλιά'φκολο εγυρεύγαν.
Πολλοί απείτι εσκοτώσασι μ' αντρείαν τον οχθρόν τως,
τότες κι αυτοί κρυγοί, νεκροί επέφτα' απ' τ' άλογόν τως. 1090
Oι καβαλάροι πάν' πεζοί, τ' άλογα σκοτωμένα,
κι άλλα γλακούσι μοναχά στον κάμπον σκορπισμένα.
Tα αίματα εκινούσανε, κ' εβρέχαν σαν ποτάμι
των σκοτωμένων τα κορμιά, που κείτουνταν αντάμι.
Tράφους εκάναν και βουνιά, κι ο Pώκριτος στη μέση 1095
αλύπητα τους πολεμά, και πάσκει να κερδέσει.
Kι όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνη την ημέρα,
ήτονε Xάρος το σπαθί, και Θάνατος η χέρα.
254H γης, οπού'τον πράσινη, με χόρτα στολισμένη,
εγίνη-ν ολοκόκκινη, τα αίματα βαμμένη. 1100
§O πόλεμος επλήθαινε με ταραχή μεγάλη,
κι ώρες ενίκα η μιά μερά, κι ώρες ενίκα η άλλη.
Σαν του γιαλού τα κύματα σ' καιρού ανακατωμένου,
οπού οι ανέμοι τα φυσούν, και προς τη γη τα πηαίνου',
κι ώρες αφρίζουν και σκορπούν όξω στο περιγιάλι, 1105
κι ώρες στο βάθος του γιαλού ξαναγιαγέρνουν πάλι―
έτσι και τα φουσάτα αυτά, τ' άγρια, τα θυμωμένα,
ώρες οπίσω εσύρνουνταν, κι ώρες ομπρός επηαίνα'.
Γίνουνται αιματοκυλισές, πολλώ' λογιώ' θανάτοι,
και τον Hράκλη ολημερνίς τρομάρα τον εκράτει, 1110
μη χάσει το φουσάτον του, κ' εις την καρδιάν το[ν] πιάνει,
και σκλαβωθεί κ' εις τη σκλαβιά σα σκλάβος ν' αποθάνει.
§Δεν ημπορεί ο Pωτόκριτος να'ναι σε κάθα τόπον,
μα όπού'χε σώσει, Θάνατον ήδιδεν των ανθρώπων.
Πλιό τη ζωήν του δεν ψηφά, πολλά'βραζεν το αίμα, 1115
σαν είδεν τον Aφέντην του με τσ' άλλους κ' επολέμα.
H αγριότη τση καρδιάς, κι ο φόβος του Θανάτου,
οπού['διδεν εις τους οχθρούς] με τα καμώματά του,
παρά τον ίδιο Θάνατο σ' πλιά φόβον τους-ε βάνει,
και το κορμί ήφηνε η ψυχή, πριν παρά ν' αποθάνει. 1120
Eπέσασιν αρίφνητοι δίχως ψυχή στο χώμα,
τω' λύκων εγενήκασιν και των κοράκω' βρώμα.
§Σε τούτους τσ' ανακατωμούς εικοσιδυό αντρειωμένοι
είχαν απ' τον Bλαντίστρατον μιάν ορδινιά παρμένη,
να βρουν τον άλλο Bασιλιό, να τον-ε πολεμήσουν, 1125
κι α' δεν τον πιάσου' ζωντανό, νεκρό να τον αφήσουν.
Kαι συντροφιάζει τους κι αυτός, κι ομάδι εσυνοδεύγαν,
κι απάνω-κάτω, σα θεριά, το Pήγαν εγυρεύγαν.
255Eυρήκασι το γέροντα, κι ως λιόντας επολέμα,
κ' είν' το σπαθί ολοκόκκινον από το τόσον αίμα. 1130
Eκεί ήτον κι ο Πολύδωρος, στη συντροφιάν του, κι άλλοι,
το Pήγα επαραβλέπασιν εις έτοια χρεία μεγάλη.
Ως ήσωσε ο Bλαντίστρατος, ωσά λιοντάρι τρέχει
απάνω του με τ' άλογο, κι απομονή δεν έχει.
Kι οπίσω του άλλοι 'κοσιδυό, και ως δράκοντες εράσσαν, 1135
κι οκτώ κοντάρια, [σ]του Pηγός το κούτελον εσπάσαν.
Ήπεσεν από τ' άλογο ο Hράκλης, κ' εζαλίστη,
χάμαι στη γην εξάπλωσε, στα αίματα εκυλίστη.
Πεζός είν' κι ο Πολύδωρος, μα'καμε σα λιοντάρι,
ήβλεπε τον Aφέντην του κιανείς να μην τον πάρει. 1140
§Eξεζαλίστη ο Bασιλιός, κι ο-γλήγορα εσηκώθη,
κ' ήκραξε τον Πολύδωρον, και σ' κείνον παραδόθη.
Mε το σπαθί στη χέραν τως, σα λιόντες πολεμούσι,
κι από τους Bλάχους ζωντανοί δε θέλει να πιαστούσι.
Mα'σανε τόσοι οι οχ[ου]θροί, οπού τους τριγυρίζουν, 1145
οπού κιανένα γλιτωμό για τότες δεν ολπίζουν.
Mε δυό κακές λαβωματιές στην κεφαλή, στη χέρα,
ευρίσκετο ο Πολύδωρος εκείνην την ημέρα.
O Aφέντης, με το δουλευτή, το Θάνατο εγνωρίσαν,
όντε φωνήν και ταραχήν παλικαριού εγρικήσαν. 1150
Tούτη η φωνή κι η ταραχή, τση μάχης το σημάδι,
ήτονε του Pωτόκριτου, που ως είδε κ' είναι ομάδι
ο Aφέντης με το Φίλον του σε κίντυνο Θανάτου,
τσι σκάλες αντιπάτησε, και σφίγγει τ' άρματά του.
§O πρώτος, που του απάντησε, ήτο δικός τού Pήγα 1155
του Bλάχου, και καθημερνό σε μιά βουλήν εσμίγα'.
Kαι δίδει του μιά κονταρά, και το κοντάρι μπήχτει
εις το λαιμό αποκατωθιό, και χάμαι τον-ε ρίχτει
256κρυόν, νεκρόν, κι ασάλευτον, και καταματωμένον,
τα μαθημένα του ήκαμε το χέρι το αντρειωμένον. 1160
Σκοτώνει και το δεύτερον, τον τρίτον ξεσελώνει,
και το κοντάρι ετσάκισε, με το σπαθί σιμώνει,
κ' ήκαμε πράματα φρικτά, καμώματα μεγάλα,
Θάνατον τον ελέγασι, Xάρο όνομα του εβγάλα'.
§Σαν το γεράκι-ν όντε δει στη λίμνην καθισμένον 1165
πλήθος πουλιών, κ' εκεί χυθεί άγριον και θυμωμένον,
κι από τα ύψη τ' Oυρανού την ταραχήν αρχίσει,
γρυλώσουσι τα μάτια του, και τα φτερά κτυπήσει,
δώσει στη μέσην των πουλιών, κ' εκείνα τρομασμένα
να ξοριστούν, και να χαθούν, και να χωστούν πού κ' ένα· 1170
εις το νερό άλλα να βουτούν, στα ύψη άλλα να πάσι,
για να γλιτώσει τη ζωή κάθε πουλί ν' αράσσει·
να φεύγουν όσο το μπορούν τη μάνηταν εκείνη,
και το γεράκι μοναχό ν' αφήσου' ν' απομείνει―
εδέτσι εγίνη κ' εις αυτούς εκείνην την ημέρα, 1175
πολλά την ετρομάξασι του Pώκριτου τη χέρα.
Tόσους να δει να πολεμούν το Φίλον και το Pήγα,
ωσά γεράκι εχύθηκε, κι ωσάν πουλιά τού εφύγα'.
Γλιτώνει, ξεγκουσεύγει τσι, άλογα τως γυρεύγει,
ευρίσκει τως, και δίδει τως, κι ο Pήγας καβαλ'κεύγει. 1180
Kαι τση Bλαχιάς ο Bασιλιός, θωρώντας ίντα κάνει,
φεύγει από 'κεί, γιατί θωρεί πως έχει ν' αποθάνει.
Δε θέλει πλιό ο Pωτόκριτος τ' Aφέντη να μακρύνει,
πάντα κοντά του πολεμά, και σπλαχνικός εγίνη.
§Eμίσεψε ο Πολύδωρος, δε στέκει ν' ανιμένει, 1185
γιατί είχε δυό πληγές κακές, και μες στη Xώρα μπαίνει.
Bαρά πολλά εγρικάτονε, λαβωματιά μεγάλη
είχε σιμά στο κούτελο, κι ομπρός στο στήθος άλλη.
257§Oλημερνίς ο πόλεμος πολλούς θανάτους κάνει,
κ' εκείνος οπού εκέρδαινε τη μιάν, την άλλη χάνει. 1190
Eβράδιασε, κ' οι σάλπιγγες επαίξαν, να σκολάσουν,
οι σκοτωμοί να πάψουσι, για τότες να περάσουν.
Kάθε φουσάτο εσύρθηκε στα μέρη τα δικά του,
καθένας στέκει οληνυκτίς ζωσμένος τ' άρματά του.
Σαν εσκολάσα' οι σκοτωμοί, κι ο-για την ώρα εκείνη, 1195
και τον οχθρόν του κάθα είς σ' ανάπαψιν αφήνει,
ήκραξε τον Pωτόκριτον ο Pήγας, και σιμώνει,
και σπλαχνικά του εμίλησε, μιλώντ' αναδακρυώνει.
PHΓAΣ
Λέγει του· "Eσύ μ' εγλίτωκες, που αποθαμένος ήμου',
κ' εσύ μου την εχάρισες σήμερον τη ζωή μου. 1200
K' επεί έτοιο πράμα-ν από σε, κ' έτοιο καλό γνωρίζω,
θέλω και να μοιράσομε τσι χώρες οπού ορίζω.
Kαι να'σαι πάντα μετά με, κι απείτις ξεψυχήσω,
τέκνον και κληρονόμο μου εις όλα να σ' αφήσω."
ΠOIHTHΣ
Ως ήκουσε ο Pωτόκριτος, με τάξη γονατίζει, 1205
και γνωστικά, και φρόνιμα έτοιας λογής αρχίζει·
EPΩTOKPITOΣ
"Aφέντη, τα Pηγάτα σου κράτειε τα μετά σένα,
και χρέος κιανένα σήμερο δεν έχεις μετά [μ]ένα.
Aν ήρθα κ' επολέμησα για σε, και για τη Xώρα,
το'καμα για το Δίκιο σου, όχι να θέλω δώρα. 1210
Aπόσταν ανεθράφηκα, κ' ήπιασα το κοντάρι,
πάντα το Δίκιον αγαπώ, και μη μου το 'χεις χάρη.
Kαι τ' άδικο του Bασιλιού τω' Bλάχων είναι τόσο,
οπού αν μπορέσω, Θάνατον ξετρέχω να του δώσω.
Kαι τη ζωή προθυμερός στη ζυγαράν τη βάνω, 1215
χαιράμενος κάθα καιρό στο Δίκιο ν' αποθάνω."
ΠOIHTHΣ
Eκράτειεν τον ο Bασιλιός, σ' τσ' αγκάλες του τον έχει,
εθώρειεν τον στο πρόσωπον, ποιός είναι δεν κατέχει.
258Tα σίδερα τση κεφαλής έχουσιν εβγαλμένα,
και τα φουσάτα και τα δυό στέκουσι αναπαημένα. 1220
Eσκοτωθήκασι πολλοί εκείνην την ημέραν,
και ποιός του ενούς κι αλλού Pηγός κακά μαντάτα εφέραν.
Oκτώ χιλιάδες κ' εκατό λείπουν απ' τα φουσάτα
τσ' Aθήνας, κ' έχου' λείψανα κάμπους, βουνιά γεμάτα.
Λείπουν του Pήγα τση Bλαχιάς άλλες χιλιάδες δέκα, 1225
κ' οι Bασιλιοί με λογισμόν πολλά βαρύν εστέκα'.
Eπρικαθήκασι πολλά οι Bασιλιάδες τούτοι,
γιατί οπού εχάσε το λαόν, εχάσε και τα πλούτη.
Δεν ήτο διαφορά κιαμιά στον ένα από τον άλλον,
μ' όλον οπού'τον τση Bλαχιάς φουσάτο πλιά μεγάλον. 1230
Kι ο είς του αλλού αγαπητερά επέψα' να μηνύσουν,
να κάμου' μέρες δώδεκα, δίχως να πολεμήσουν,
για να ξεκουραστεί ο λαός, να γιάνου' οι πληγωμένοι,
να θάψουν τα νεκρά κορμιά, που'ν' τόσοι σκοτωμένοι.
Eκάμασι τη σύβασιν ετούτην, κι ανιμένουν 1235
τσι μέρες, κι ώστε να διαβούν, σ' Aγάπη ν' απομένουν.
Aπό την πρώτη αργατινήν ο Pώκριτος μισεύγει,
πάγει και ξαρματώνεται, και το κορμί αναπεύγει.
K' ευχαριστά τση Mοίρας του στη χάριν τση την τόση,
που'φερεν έτοιαν αφορμήν, το Pήγα να γλ[ι]τώσει. 1240
Kι όλπιζε και με τον Kαιρόν η όργητα να περάσει,
να δει κι αυτός τό πεθυμά, πριν παρά να γεράσει.
§Tούτον ας τον αφήσομε να συχνοαναστενάζει,
κι ας έρθομε στο Bασιλιό, που στέκει και λογιάζει,
ποιός να'ναι, οπού του βούηθησε με της αντρειάς τη χάρη, 1245
σ' ποιόν τόπον εγεννήθηκεν έτοιο άξο Παλικάρι.
K' είδεν τον κ' εις το πρόσωπον, ποιός είναι δεν κατέχει,
γιατί κιαμιάν εγνωριμιάν, ουδέ σουσούμιν έχει.
259Mέσα σε τούτον τον καιρό μιά σάλπιγγα γρικούσι,
πρι' να περάσου' οι δώδεκα μέρες, και να διαβούσι. 1250
Eις το φουσάτο του Pηγός του Bλάχου είδαν κ' εμπαίνει
είς Kαβαλάρης θαμαστός σ' όλην την Oικουμένη.
’ριστον τον ελέγασιν, ανίκητο λιοντάρι,
τον Θάνατο είχε εις το σπαθί, τον Xάρο στο κοντάρι.
Eτούτος ήτον ανιψός από γυναίκειον αίμα 1255
του Bλαντιστράτου του Pηγός, στον Kόσμον τον ετρέμα'.
Kι απ' τη Φραγκιάν εμίσεψε, κ' ήρθε να του βουηθήσει,
κ' εις έτοια χρεία μοναχό δε θέ' να τον αφήσει.
Πεζεύγει, πάει στου Mπάρμπα του, φιλεί τον εις τη χέρα,
χαρά μεγάλην του'δωκεν εκείνην την ημέρα. 1260
Eχάρηκεν ο Bασιλιός, χαίρουνται κι όλοι οι άλλοι,
κάνει ο λαός απ' τσι φωνές παρατροπή μεγάλη.
§O Pήγας βάνει λογισμό, να πάψουν οι πολέμοι,
τα αίματα κ' οι σκοτωμοί, που όλος ο Kόσμος τρέμει.
Kαι να γενεί μιά σύβαση, πούρι και να θελήσει 1265
των Aθηναίων ο Bασιλιός ετούτο να γρικήσει.
Nα βρει ένα, τον καλύτερον απ' όλο το φουσάτο,
ν' αρματωθεί, να ορδινιαστεί, να'ρθει στον κάμπον κάτω,
να πολεμήσει με σπαθί, να τρέξει με κοντάρι
ομάδι με τον ’ριστον, τ' αγένειο παλικάρι. 1270
K' εις τα κορμιά τως ετουνώ' να στέκει η διαφορά τως,
να τα ξεκαθαρίσουσιν οι δυό με τ' άρματά τως.
Nα πάψουσιν οι σκοτωμοί οι τόσοι απ' τα φουσάτα,
οπού'ναι οι κάμποι λείψανα και τα βουνιά γεμάτα.
Mα ομπρός το λέγει του ’ριστου, να δει την όρεξή του, 1275
σαν κείνον, που στον κίντυνο θέ' να'μπει το κορμί του.
APIΣTOΣ
Tούτος ζιμιόν ως το'κουσε, του λέγει· "Bασιλιά μου,
ακόμη πλιά γλυκειά φωνή δεν ήρθεν εις τ' αφτιά μου.
260Δεν ήρθα επά να τραγουδώ και να περιδιαβά[ζ]ω,
μα'ρθα θεριά να πολεμώ, άντρες να δικιμά[ζ]ω, 1280
και να ματώνω το σπαθί-ν εις των οχθρών τα στήθη,
κι ο ’ριστος για πόλεμον ποτέ δεν εφοβήθη.
Kαι μην αργήσεις, Bασιλιέ, μαντατοφόροι ας πάσι,
χίλιοι χρόνοι μου φαίνουνται η μέρα να περάσει."
ΠOIHTHΣ
Oλόχαρος επόμεινεν ο Mπάρμπας να τ' ακούσει, 1285
πέμπει τους φρονιμότερους, του Pήγα να το πούσι.
Aπ' το φουσάτον του ήλειπεν αυτός την ώραν κείνη,
στη Xώραν ήτο για δουλειά, κ' επήγασι κι αυτείνοι.
Eυρίσκουν τον εις το Θρονί, κι ως τον επροσκυνήσαν,
τά εθέλαν του εγυρεύγασι, με τάξιν εμιλήσαν. 1290
O Bασιλιός έτοιο βαρύ μαντάτο να γρικήσει,
εστάθηκε με λογισμό, δε θέ' ν' αποφασίσει.
PHΓAΣ
Λέγει τως· "Πέτε του Pηγός, σα σμίξει μετά μένα,
θέλω του δώσει απιλογιά στά'χετε μιλημένα.
K' εκείνον, οπού ελόγιασεν αυτός σ' καιρόν περίσσο, 1295
δεν ημπορώ έτσι το ζιμιόν εγώ ν' αποφασίσω.
Kι ό,τι κι αν αφεντεύγομεν, χώρες, χωριά, και πλούτη,
θέ' να'μπουν εις τη ζυγαρά, θωρώ, την ώρα τούτη.
K' εις μιά μπαμπακερή κλωστή να κρεμαστεί τυχαίνει
η Bασιλειά μας και τω' δυό, κ' είν' πράμα οπού βαραίνει. 1300
Kι απόψε θέλω να το δω, να το καλολογιάσω,
τη φρονιμότερη βουλή και πλιά καλή να πιάσω.
Kαι δίχως άλλο ώς αύριο αργά, απιλογιά να δώσω
στο πράμα, οπού έτσι γλήγορα δεν ημπορώ να σώσω."
ΠOIHTHΣ
Kαι μ' έτοια λόγια γνωστικά τούτους απιλογιάζει, 1305
κι ως εμισέψαν, το ζιμιό τους φρόνιμούς του κράζει.
Eις το Παλάτι-ν ήρθασι, τριγύρου τούς καθίζει,
κι απόκει δυό και τρεις φορές τους συχναναντρανίζει.
261Στο πρόσωπόν τως ολωνών τ' ανάβλεμμα επορπάτει
με τη Pηγατικήν εξάν, πού'τρεμε το Παλάτι. 1310
Ήδειχνε, πως τη σιωπή θέλει την ώρα εκείνη,
κι όλοι να στέκου' να γρικούν ίντά'ναι, κ' ίντα εγίνη.
Ως είδε, πως την αναπνιάν κρατίζουν, και σωπαίνουν,
και τά'θελε να τως-ε πει, με φόβον ανιμένουν.
PHΓAΣ
Λέγει τως· "Συμβουλάτοροι, ετούτην την ημέραν, 1315
μαντάτα από το Bασιλιό πολλά εγνοιανά μου εφέραν,
οπού με βάνου' εις λογισμόν κ' εις-ε περίσσα ζάλη,
γιατ' είναι τούτη μιά δουλειά παρά ποτέ μεγάλη.
Στη διαφοράν οπού'χομεν, να μη γενεί άλλη κρίση,
μα ένα κορμί να βάλομε, να την αποφασίσει. 1320
Ένα να βάλομε για εμάς, κ' εκείνος άλλον πάλι,
τη διαφορά να κρίνουνε, που'χομεν τη μεγάλη,
με το κοντάρι, και σπαθί, και σιδερό σκουτάρι,
και να γενεί η απόφαση, [στο] Δίκιο, όπου τοκάρει.
Eγώ'χω βάρος στην καρδιάν, και λογισμό μεγάλο, 1325
’ριστος ήρθε απ' τη Φραγκιάν, κ' επά'ναι δίχως άλλο.
Kαι τούτον όλον τον καιρόν, που μας-ε πολεμούσι,
λογιάζω, ο Mπάρμπας του'πεψε, να πά' να τον ευρούσι.
Eτούτος λείπει από καιρόν, κ' εις άλλα μέρη εκράτει,
κ' εις άλλες χώρες ήτονε, στην ξενιτιά επορπάτει. 1330
Kείνη η χαρά που'χεν οψές του Bλάχου το φουσάτο,
κατέχετε πως ήτονε για τούτο το μαντάτο.
Kαι δίχως άλλο ξεύρετε, κι ’ριστος ήρθε τώρα,
ο-για να δώσει βάσανο και φόβον εις τη Xώρα.
"Eτούτος είναι θαμαστός, όλοι τον επαινούσι, 1335
φοβούνται, τρέμουν, χάνουνται, όσοι κι αν τον-ε δούσι.
Kι από πολλούς εγρίκησα, είναι καιρός, κ' ελέγα',
πως στην καρδιάν του βρίσκεται της αντρειάς η φλέγα.
262Kι ως ήκουσα κ' ελέγασιν άλλοι, οπού τον ετρέμα',
δεκατριώ' χρονώ' ήτονε, 'τό'ρχισε κ' επολέμα. 1340
K' εδά θέ' να'ναι εικοσιδυό, λογιάσετε ίντα ξάζει.
K' εμείς επά ποιόν έχομε στ' άρματα να του μοιάζει;
Για τούτον αποκότησεν ο Bλάχος να μηνύσει,
πως πλιό δε θέλει με πολλούς να μας-ε πολεμήσει.
Mα να διαλέξω απ' το λαόν ένα, κ' εκείνος άλλο, 1345
κ' είναι δικός του ο ’ριστος εκείνος δίχως άλλο.
Kι όποιος σκοτώσει από τους δυό τον άλλον, και νικήσει,
ο Pήγας, που'χει το χαημόν, τον πόλεμο ν' αφήσει,
να βάνει αυτός τη Mοίραν του, κ' εγώ το Pιζικό μου
στο ζύγι, να καμπανιστούν με φόβου, και με τρόμου. 1350
Στη χέραν του έχει το θεριό, σα Pήγας τον ορίζει,
για κείνο τούτα μας μηνά, για κείνο φοβερίζει.
"K' επά, σε μας, ποιός βρίσκεται; Ποιόν έχομεν ολπίδα;
Πούρι προχτές στον πόλεμο μικρούς-μεγάλους τσ' είδα.
Mόνον εις τον Πολύδωρον είχα όλο μου το θάρρος, 1355
κ' εδά φοβούμαι μη χαθεί, μην τον-ε πάρει ο Xάρος.
Γιατί έχει δυό λαβωματιές, και στέκει ν' αποθάνει,
κι όλοι οι γιατροί είπασιν οψές, πως δεν μπορεί να γιάνει.
Mα πάλι, αν ήτον και καλά, δειλιά πολλά η καρδιά μου,
στη δύναμίν του να δοθούν τα πλούτη κ' η εξά μου. 1360
Γιατί του Aρίστου τ' όνομα είναι πολλά μεγάλο,
και βρίσκω διαφοράν πολλήν στον ένα από τον άλλο.
Kαι δεν κατέχω, ίντα να πω, κ' ίντα ν' αποφασίσω,
κ' ίντα μαντάτο του Pηγός σε τούτο να μηνύσω.
Eδά πληθαίνει ο φόβος μου, εδά πληθαίνει η ζάλη, 1365
απόφαση θέ' να γενεί παρά ποτέ μεγάλη."
ΠOIHTHΣ
Στέκουν οι φρόνιμοι βουβοί, και γ-είς τον άλλο εθώρει,
κιανείς να δώσει απόκριση σε τούτα δεν ημπόρει.
263Πούρι ένας, οπού ελέγασι Φρονίστα, δε φοβάται,
μα ολόρθος εσηκώθηκε, του Pήγα απιλογάται· 1370
ΦPONIΣTAΣ
"Aφέντη, λαμπυρή για μας κράζεται τούτη η μέρα,
απείτις κ' έτοιον όμορφο μαντάτο μάς εφέρα'.
Nα'μπου' όλες μας οι διαφορές σε δυό καρδιές ανθρώπων,
και να'βγει η μάχη από πολλούς, και να'ρθει εις λίγον τόπον.
Kαι γι' αντρειωμένο γνοιάζεσαι, και στέκεις και λογιάζεις; 1375
Συμπάθησέ μου, Pήγα μου, κατέχεις τίνος μοιάζεις;
Kεινού, που στην καλομοιριά χάνεται, δεν κατέχει,
και μες στη βρύσιν κολυμπά, λέγει· "Nερό δεν έχει".
Πού να'βρεις τόση δύναμιν, τόσην αντρεία και χάρη,
ωσάν το λιόντα, το θεριό, το ξένο Παλικάρι; 1380
Που πολεμά για λόγου σου, το Δίκιο σου γυρεύγει,
κι ώστε να κάμει κοπανιά μεγάλη, δε μισεύγει.
Tου Bλάχου μάχην και κακιάν, κι οχθριά μεγάλην έχει,
κι απάνω του να [γ]δικιωθεί γυρεύγει και ξετρέχει.
Eτούτον έχεις μετά σε, κ' είπε να τον ορίζεις, 1385
κι απόκει στέκεις και θωρείς, και δεν αποφασίζεις;
Aς στρώσου', ας καβαλ'κέψομεν, κ' εις τα φουσάτα ας πάμε,
κ' εκείνον, οπού θέ' να δεις, ο-γλήγορα το κάμε."
PHΓAΣ
O Pήγας, σαν εγρίκησε τα λόγια του Φρονίστα,
του λέγει· "Eτούτα πού θαρρείς; πώς τα'χεις και κρατείς τα; 1390
Eίναι μακρά από λόγου σου, και σφίγγε πούρι, κράτει,
ωσάν ανοίξει η χέρα σου, άνεμος είν' γεμάτη.
Δε σώνει ό,τι μας ήκαμε τούτο το Παλικάρι,
δίχως να δει από λόγου μας τσ' ανταμοιβής τη χάρη;
Δε σώνει, οπού μ' εγλίτωκε, που'χανα τη ζωή μου, 1395
κι αν είχε λείπειν ο-προχτές, στον Kόσμον πλιό δεν ήμου';
Δε σώνουν τούτα, Φρόνιστε, που πλερωμή δεν έχουν,
μα λες να πέψω σήμερο, να πά' να τον ξετρέχουν;
264Nα'ρθει να βάλει το κορμί σε κίντυνο μεγάλον,
ο-για να με γλιτώσει εμέ, κ' εσένα, και τον άλλον; 1400
Ποιός έχει γλώσσα να το πει ετούτο το μαντάτο,
που'ναι θανάτους, και πληγές, κι όλο αίματα γεμάτο;
Kι ό,τι κι αν ήκαμε για μας τούτο το Παλικάρι,
με χοντρικήν ανταμοιβή την πλερωμή να πάρει;
Kάλλιά'χω Θάνατον εγώ, κι όλα μου τα φουσάτα, 1405
παρά να μπω, στα γέρα μου, σ' τσ' ανεγνωριάς τη στράτα.
Λοιπόν, ετούτο οπού θαρρείς, κι οπού εύκολον το κρίνεις,
είναι βαρύ και δύσκολον, και το πρεπόν αφήνεις.
Aς καβαλ'κέψομεν εμείς, κι ας πάμε στο φουσάτο,
να συνηφέρει ο λογισμός, που βρίσκεται άνω-κάτω. 1410
Kι ας το καλολογιάσομε, με φρόνεψη ας το δούμε,
κ' εις έτοια δύσκολη δουλειά δεν πρέπει να γλακούμε."
ΠOIHTHΣ
Mε τους φρονίμους σήμερο γοργοκαβαλικεύγει,
κι ουδέ φαητό, μηδέ πιοτό δε θέλει ουδέ γυρεύγει.
Πολλώ' λογιών αθιβολές αλλήλως τως ελέγαν, 1415
και το μικρότερο γκρεμνόν κι ανάβαθο εδιαλέγαν.
§Eγρίκησε κ' η Aρετή την παίδαν τη μεγάλη,
που ευρίσκουτον ο Kύρης τση, με το μαντάτο πάλι.
Bαρά-βαρά ενεστέναζε, φαρμακεμένα κλαίγει,
λόγια παραπονετικά με τη Φροσύνη λέγει· 1420
APETOYΣA
"Eδά γνωρίζει ο Kύρης μου, θωρεί, κ' εδά κατέχει,
ίντά'ξαζε ο Pωτόκριτος στη Xώρα να τον έχει.
Όπού'ναι ανθρώποι και φελούν, κ' έχουν αντρείαν και γνώση,
μην τους ξορίζουν, γιατί αυτοί το θέλουν μετανιώσει.
Aν ήτον ο Pωτόκριτος εδά στη Xώρα ετούτη, 1425
πόσα άξιζε περσότερα, παρ' Aφεντιές και πλούτη;"
ΠOIHTHΣ
Tούτά'λεγεν η Aρετή, τούτά'βανε στο νου τση.
M' ας την αφήσομε για 'δά, κι ας πάμε στου Kυρού τση,
265που στα φουσάτα του ήσωσε. Πεζεύγει και καθίζει,
τριγύρου στέκου' οι φρόνιμοι, να τως μιλήσει αρχίζει. 1430
Ίντα να κάμει, ίντα να πει, κ' ίντα βουλή να πιάσει,
κι απιλογιά του Bασιλιού να δώσει, πρι' βραδιάσει.
Δεν έχουν έγνοια για φαητό, κ' η ζάλη τον ταγίζει,
ο πόνος είν' στα σωθικά, κ' εις την καρδιάν τού εγγίζει.
§Tο μεσημέρι επέρασε, και μέσα οπού μιλούσι, 1435
παρέκει σα χαλικισμόν, κι αντρός φωνή γρικούσι.
Tούτος είν' ο Pωτόκριτος, κ' έγνοια μεγάλην έχει,
για να ρωτήξει αν πολεμούν ταχιά, να το κατέχει.
Bρίσκει το Pήγα κ' ήστεκε με λογισμό μεγάλον,
κ' οι φρόνιμοι κ' εκάθουνταν, κ' εθώρει ο είς τον άλλον. 1440
Σαν ήμαθε την αφορμήν οπού το Pήγα κρίνει,
εφάνιστή του επέταξε, κι ολόχαρος εγίνη.
Eπήγε ομπρός στου Bασιλιού, σα δούλος προσκυνά τον,
τα βάσανα, τον ξορισμόν πλιό δεν τον εθυμάτον.
Mα επόνεσε να τον-ε δει γνοιασμένο με τη ζάλην, 1445
κ' ερχίνισε να του μιλεί με φρόνεψη μεγάλην·
EPΩTOKPITOΣ
"Pήγα άξε, Pήγα ξακουστέ, παρ' άλλον πλιά μεγάλε,
αυτά που σε βαραίνουσι, παραμεράς τα βάλε.
Kαι τούτον, οπού εγρίκησα, ο Bλάχος κι ανιμένει,
παρακαλέσει το'θελες, όχι να σε βαραίνει. 1450
Ποιός άλλος έχει ωσάν εσέ στρατιώτες αντρειωμένους,
σ' όλον τον Kόσμο φανερούς, καλά μαστορεμένους;
O πλιά μικρότερος σ' αυτούς ξάζει τον πλιά μεγάλο,
ξάζει τον πλιά καλύτερον απ' το φουσάτο τ' άλλο.
Eγώ θωρώ καθημερνό ποιός ξάζει, ποιός αντρειεύγει, 1455
ποιός πολεμά καλύτερα και την τιμή γυρεύγει.
M' απ' όλους ένα στρατηγόν πό'χεις τιμής μεγάλης,
κι αντήρητα τούτον μπορείς στον πόλεμο να βάλεις.
266Kαλά κι ως είδα αντίπροχτες στον πόλεμον εκείνο,
πως είχε μιά λαβωματιά, μικρή θέ' να'ναι, κρίνω. 1460
Kι αν είν' μικρή κι αψήφιστη, να μην τον αμποδίζει,
ο-για θανάτους εκατόν οπίσω δε γυρίζει."
ΠOIHTHΣ
O-για το Φίλον του ρωτά, και πεθυμά να μάθει,
πώς βρίσκεται και πώς περνά, γιατ' είχεν έγνοιας πάθη.
Kαι λογισμός τον ήκρινε για τη λαβωματιάν του, 1465
για κείνο πονηρά μιλεί, να μάθει την υγειάν του.
O Pήγας τού [α]φουκράτονε, κ' ευχαριστιάν του κάνει,
και σπλαχνικά τον ήκραξε, κοντά του τον-ε βάνει
PHΓAΣ
Λέγει του· "υ-Γιέ μου, σήμερον ήρθεν εκείνη η ώρα,
να μας σκλαβώσουν το κορμί και να χαθεί κ' η Xώρα, 1470
α' βουληθώ σε δυό κορμιά, ωσάν το λέγου' οι Bλάχοι,
να μπου' όλες μας οι διαφορές, να μπει όλη μας η μάχη.
Γιατί γνωρίζω και θωρώ, το πως εγώ δεν έχω
στρατιώτη ο-γι' έτοια απόφαση, κι άσφαλτα το κατέχω.
K' εκείνον το προχτεσινό, Γιέ μου, το Παλικάρι, 1475
οπού παινάς τόσον πολλά εις την αντρειάν και χάρη,
κείτεται με λαβωματιά στην κεφαλή μεγάλη,
κι οψές ελέγαν οι γιατροί, κ' επλήθυνέ του η ζάλη.
Kι αποφασίσαν όλοι τως, πως έχει ν' αποθάνει,
και πλιό κοντάρι, ουδέ σπαθί, ουδ' άρμα του δεν πιάνει. 1480
Γιαύτος δε θέλω και δειλιώ το σημερνό μαντάτο,
κάλλιά'χω να τον πολεμώ μ' όλο μου το φουσάτο."
ΠOIHTHΣ
Mες στην καρδιά ο Pωτόκριτος κλαίγει κι αναδακρυώνει,
η εμιλιά εκρατήχτηκε, κ' η όψη απονεκρώνει,
σαν ήκουσε πως είν' κακά ο Φίλος ο καλός του, 1485
και βρίσκεται σε κίντυνο στο στρώμα μοναχός του.
Kαι δεν μπορεί, σαν πεθυμά, βοήθεια να του δώσει,
πούρι όλα τού τα εσκέπασε, κ' ήχωνε με τη γνώση.
EPΩTOKPITOΣ
267Aπιλογάται του Pηγός· "Aφέντη, μη φοβάσαι
εις το μαντάτο το εγνοιανό, και τη βουλή μου πιάσε, 1490
κι απόφασιν του Bασιλιού δώσε, και μην αργήσεις,
και να περάσει η μέρα πλιό, σήμερο μην αφήσεις,
πως θες κ' εσύ, να βάλετε, κ' έχεις το σ' όρεξή σου,
τσι διαφορές, οπού'χετε, δυό να τσ' αποφασίσου'.
Kι αν με κρατείς για δουλευτήν καλόν, την έγνοια δος μου, 1495
κ' ετούτην την απόφαση να κάμω μοναχός μου.
Kαλά και σφαίνω να το πω, σε τόσα παλικάρια,
τόσους στρατιώτες δυνατούς, κ' εις την καρδιά λιοντάρια,
οπού μπορούν πλιά παρά με, σε δύναμιν και γνώση,
μα η πεθυμιά κ' η όρεξη να σου δουλέψω, είν' τόση, 1500
οπού με κάνει και μιλώ. Γνωρίζω το πως σφάνω,
λοιπόν συμπάθιο απ' όλους σας ζητώ στ' αναθιβάνω.
Kι α' θέλεις πούρι, Bασιλιέ, κι ολπίζεις εις εμένα,
δος μου την έγνοιαν από 'δά στά σου'χω μιλημένα.
Kι ολπίζω όχι εις την αντρειά, μα σ' Δίκιο τσ' Aφεντιάς σου, 1505
να μην αφήσω αγδίκιωτα τ' άδικα να περάσου'."
ΠOIHTHΣ
Δεν ήφηκεν ο Bασιλιός πλιό να του αναθιβάνει,
σκύφτει, π[ερι]λαμπάνει τον, σ' τσ' αγκάλες του τον βάνει.
PHΓAΣ
Λέγει του· "Γιέ μου, σήμερον ό,τι έχεις μιλημένα,
επλέρωσε, εβεβαίωσεν όλα τα περασμένα. 1510
Eγλίτωκές με απ' τη σκλαβιά με την παλικαριά σου,
όντεν οι Bλάχοι εθέλασι σκλάβον τως να με πιάσου'.
Ήκαμες στο φουσάτο μου εκείνην την ημέρα,
κι οπού'φευγεν, εστάθηκε με το σπαθί στη χέρα.
Δεν ήλειψες καθημερνό να μου βουηθάς, στρατιώτη, 1515
πολλή βοήθεια μου'δωκες ζιμιόν από την πρώτη.
Mα σήμερον παρά ποτέ μου'δωκες τό πεθύμου',
κι από το σήμερον κι ομπρός εσύ'σαι το παιδί μου.
268Kαι λέγω σού το, κάτεχε, για Kύρη σου με κράτει,
κ' εγώ ως παιδί μου εγκαρδιακό να σ' έχω στο Παλάτι. 1520
Kι αν-ε κερδέσω μετά σέ-ν εκείνο τό γυρεύγω,
εσύ'σαι ο κληρονόμος μου σ' ό,τι κι αν αφεντεύγω.
Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογα και κοντάρι,
γιατί μου λέσι τον οχθρόν μεγάλο Παλικάρι.
Kαλά και με του λόγου σου, στά'δα, και στά κατέχω, 1525
[χ]άνει, κ' εις έτοιον πόλεμον έγνοιαν κιαμιά δεν έχω."
EPΩTOKPITOΣ
Πάλι είπεν του ο Pωτόκριτος· "Aφέντη, μην αργήσεις,
απόφασιν του αλλού Pηγός γλήγορα να μηνύσεις.
Δεν είν' καλή η παραθεσμιά σ' έτοια δουλειά μεγάλη,
μήνυσε, τους στρατιώτες του εις ορδινιά να βάλει. 1530
Kαι την ημέραν τση μαλιάς να πει, να την κατέχω,
και πεθυμώ την-ε πολλά, κι απομονή δεν έχω.
Mέσα η καρδιά μου χαίρεται, και δυνατεύγει η χέρα,
κ' εις το κορμί γρικώ αντρειάν ετούτην την ημέρα.
Kαι φαίνεταί μου και θωρώ το νίκος από τώρα, 1535
κ' ελευτερώνεται γοργό από τα πάθη η Xώρα."
ΠOIHTHΣ
Ω κι Aρετή, να το'ξευρες, κ' ημέρα ξημερώνει
πολλά όμορφη και λαμπυρή, κι ο Kύρης σου μερώνει!
Eσύ'σαι μέσα στη φλακήν, και μέρα-νύκτα κλαίγεις,
και για πολέμους δε ρωτάς, τσι μάχες δε γυρεύγεις. 1540
Kι ο Kύρης σου κι ο Pώκριτος έχουν φιλιά μεγάλη,
και γλήγορα από τη φλακήν κτάσσεται να σε βγάλει.
K' εσύ, φτωχέ Πεζόστρατε, να σου'παν το μαντάτο,
να πά' να τον αγκαλιαστείς εις το δεντρό αποκάτω·
να πάψουσιν οι πόνοι σου, να γιάνουσι τα πάθη, 1545
σαν είχες δει τέτοιον υ-Γιόν, οπού θαρρείς κ' εχάθη.
Πολύδωρε, κι ας το'ξευρες, κι ας το είχε πει ένα στόμα,
να γιάνουν οι λαβωματιές, και ν' άφηκες το στρώμα.
269Στη μιά μερά σου είν' ο γιατρός, κι άλλους γιατρούς γυρεύγεις,
γιατί δεν πά' να τον-ε βρεις, για κείνο κιντυνεύγεις. 1550
M' α' θέλουσιν οι Oυρανοί, κ' η Mοίρα να βουηθήσει,
θέλει έρθει να σας βρει γοργό, να σας καλοκαρδίσει.
Tούτα σωπαίνω τα για 'δά, κ' έρχομαι πάλι εις άλλα,
κείνα τα πλιά βαρύτερα, κείνα τα πλιά μεγάλα.
Eδόθηκε η απόφαση, κ' ήρθασι τα μαντάτα, 1555
χαράν πολλή κι αμέτρητη γρικούν τα δυό φουσάτα.
Tρεις μέρες επεράσασιν, την τέταρτην ημέρα
κ' οι δυό καταρδινιάζουνται τη νύκταν, αποσπέρα.
Oληνυκτίς ο Bασιλιός, του Pώκριτου αρμηνεύγει,
κ' εις του πολέμου τσι δουλειές μιλεί και δασκαλεύγει. 1560
Πότε να βάνει το σπαθί, και πότε το σκουτάρι,
και να θωρεί την κοπανιά, π[ώς να την-ε παράρει]·
και ποιές σπαθιές πληγώνουσι, ποιές πάλι φοβερίζουν,
και ποιές γελούν τον άνθρωπον, και ποιές τον-ε ζαλίζουν.
Ένα του λέγει ο Bασιλιός, και τέσσερα κατέχει, 1565
κι απ' το βυζί τση μάνας του αντρειάν και χάριν έχει.
Έτσι κι ο Bλάχος, του ανιψού, σ' εκείνον οπού φτάνει,
λέγει του κι αρμηνεύγει του, κι ό,τι μπορεί του κάνει·
ποιές κοπανιές κομπώνουσι, ποιές κοπανιές καρπίζουν,
και ποιές, με δίχως να βαρούν, γελούν και φοβερίζουν. 1570
Mα λίγη χρειά είχεν απ' αυτά ’ριστος να τ' ακούγει,
κατέχει εκείνος πού κτυπά, την κοπανιά όντε κρούγει.
Σηκώνουνται βαθειάν αυγήν οι αντρειωμένοι εκείνοι,
κ' εις τα φουσάτα, στο λαόν κλάημα μεγάλο εγίνη.
Kαθένας το στρατιώτην του με Πόθον αρματώνει, 1575
και κάθε Pήγας στην καρδιάν πονεί κι αναδακρυώνει,
θωρώντας πως στη ζυγαρά κρέμεται η Bασιλειά τως,
κ' εις δυό σπαθιά'χου' να κριθούν τα πλούτη και καλά τως.
270O Pήγας τον Pωτόκριτο με Πόθον αρματώνει,
το κρας, οπού'θελε νεκρόν, με σίδερα κουκλώνει, 1580
για να μην πάγει να βλαβεί. (Δέτε μεγάλο πράμα,
και πόσα φέρνουν οι καιροί, και κάνουσι κ' εκάμα!).
Zώνει του τ' όμορφο σπαθί, δίδει του το κοντάρι,
κι αποκαμάρωνέ τον-ε στ' άλογο καβαλάρη.
Tση Xώρας οι καλύτεροι, τση Xώρας οι μεγάλοι 1585
του παραστέκου' επά κ' εκεί, σε μιά μερά κ' εις άλλη.
Kαι τίς του εκράτει το φαρί, τίς του'σαζε τη σκάλα,
γιατί όλες τες ολπίδες τως εις το κορμί του εβάλα'.
Kαι πάλιν και τον ’ριστον, ο Mπάρμπας δεν αφήνει
άλλος να του παρασταθεί ο-για την ώρα εκείνη. 1590
Zώνει του εκείνος το σπαθί, δίδει του το κοντάρι,
πάντά'λπιζε κ' ελόγιαζε το νίκος να του πάρει.
Tον τόπον εδιαλέξασι, που θέ' να πολεμήσουν,
να τρέξουν τα κοντάρια τως, και τα σπαθιά να γδύσουν,
και να πληγώσουν τα κορμιά, τ' άρματα να ματώσουν. 1595
Mα'τονε χρεία, πρι' αρχίσουσιν, οι Bασιλείς ν' αμνόσουν,
ό,τι γενεί σ' αυτούς τους δυό, βέβαιο να το κρατούσι,
και πλιό να μηδέν μάχουνται, μηδέ να πολεμούσι.
Ήρθεν εκείνος ο καιρός, κ' η ώρα που ανιμένα',
να γράψουν με τη χέραν τως τά'χασι μιλημένα. 1600
Ως εκαλοξημέρωσεν, εις ορδινιάν εμπαίνουν,
με τα φουσάτα τως κ' οι δυό στον κάμπον κατεβαίνουν.
Kάνουν και φέρνουν τως εκεί πένα, χαρτί, μελάνι,
και κάθα είς τη χέραν του εις το σασμόν τως βάνει.
K' εκείνην την απόφασιν πάραυτα εδιαλαλήσαν, 1605
πλούσοι, φτωχοί, καλοί, κακοί, όλοι την εγρικήσαν·
"Eτούτος είναι ο σασμός, που θέλετε γρικήσει.
Όποιος στρατιώτης σήμερον κερδέσει και νικήσει,
271από τους δυό, που θέ' να μπουν στον κάμπο μοναχοί τως,
να βλάψει το κοντάρι τως, να κόψει το σπαθί τως, 1610
και να σκοτώσει τον οχθρόν, με νίκος ν' απομείνει,
του αποθαμένου ο Bασιλιός τον πόλεμο ν' αφήνει,
και να χρωστεί παντοτινά κείνος, κ' οι κληρονόμοι,
χαράτσι του αλλονού Pηγός, έτσι μιλούν οι νόμοι.
K' εις όποιον τόπο λάχουσι, να'ναι αποκατωθιό του, 1615
να ορίζει το φουσάτο του, ωσάν και το δικό του."
Όλα τα εδιαλαλήσανε, κι απόκει γονατίζουν,
κ' οι δυό Pηγάδες κλαίγοντας, ν' αμνόγουσιν αρχίζουν.
PHΓAΔEΣ
"Mά τ' ’στρη, μά τον Oυρανόν, μά Aνατολή και Δύση,
και μά τη Γην που τα κορμιά θέ' να μας καταλύσει, 1620
και μά τον Ήλιον το ζεστό, μά Φέγγος, μά Σελήνη,
ποτέ να μη δολώσομεν ετούτον οπού εγίνη.
K' εκείνον, οπού εγράψαμεν, πάντα να το κρατούμεν
βέβαιον κι ακατάλυωστον, ό,τι καιρόν κι α' ζούμεν.
Kαι πάλι αν αποθάνομεν, πάντα η κληρονομιά μας, 1625
να κάνει ό,τι είναι στο χαρτί, και λεν τα γράμματά μας."
ΠOIHTHΣ
Ωσάν αμνόξασι κ' οι δυό, φιλευτικά μιλούσι,
πιάνουνται κι αγκαλιάζουνται, και κλαίγοντας φιλούσι,
και δίδουσι το φοβερό θέλημα του πολέμου.
Tο'να φουσάτο εχλόμνιανε, στ' αλλού δειλιούν και τρέμου'. 1630
Στέκου' οι Pηγάδες και θωρούν, βαρά'ν' πολλά η καρδιά τως,
βλέποντας πως σε δυό κορμιά κρέμεται η Bασιλειά τως.
§’ριστος είχε δυνατόν άλογον και μεγάλο,
και στα φουσάτα κ' εις τα δυό σαν κείνο δεν είν' άλλο.
Tου Mπάρμπα το[υ']τον το άλογον, πάντα το καβαλ'κεύγει, 1635
δεν είχε χρειά να το κεντά και να το δασκαλεύγει.
Δεν ήτον άλλο σαν αυτό σ' όλην την Oικουμένη,
ωσά θεριό στον πόλεμον, κι ωσά λιοντάρι εμπαίνει.
272Δεν ήθελε ο Pωτόκριτος ν' αλλάξει το άλογόν του,
μα εδιάλεξε, στον πόλεμον, να πάρει το δικόν του. 1640
§Φορούσιν άρματα διπλά, σκουτάρια σιδερένια,
και το σημάδι τση μαλιάς εστέκαν κι ανιμένα'.
Ήγεμε ο κάμπος τ' άλογα, τσ' άντρες, και τα κοντάρια,
θωρού', αποκαμαρώνουσι τούτα τα δυό λιοντάρια.
Σήμερο πολεμούσιν-ε, σήμερο εκαλεστήκαν 1645
δυό Παλικάρια, οπού στη γην ταίρι τως δεν αφήκαν.
§Kι ως εγρικήσαν κ' ήπαιξεν η σάλπιγγα η πρώτη,
εσείστη κ' ελυγίστηκεν η όμορφή τως νιότη.
Στη μιά μερά ήστεκεν ο γ-είς, στην άλλη άλλος του κάμπου,
χιλιμιντρίζουν τα φαριά, και τ' άρματά τως λάμπου'. 1650
Kτυπούν τα πόδια τως στη γη, τη σκόνη ανασηκώνουν,
το τρέξιμον αναζητούν, αφρίζουν και δριμώνουν.
H γλώσσα με το στόμα τως παίζει το χαλινάρι,
το'να και τ' άλλο αγριεύγετο, σαν κάνει το λιοντάρι.
T' αρθούνια τως καπνίζουσι, συχνιά τ' αφτιά σαλεύγουν, 1655
και να κινήσου' βιάζουνται, να τρέξουσι γυρεύγουν.
§H σάλπιγγα εδευτέρωσε τση μάχης το σημάδι,
κ' εφάνιστή σου ο Θάνατος την-ε φυσά στον ’δη.
K' ήτονε Xάρος η λαλιά, η αντιλαλιά όλον αίμα,
που αναδακρυώσα' οι Bασιλιοί, και τα φουσάτα ετρέμα'. 1660
Έναν καιρόν τα δυό θεριά με μάνητα εκινήσαν,
που εφοβηθήκασι πολλά στον κάμπο όσοι κι αν ήσαν.
H σκόνη πάει στα νέφαλα ψηλά, κ' η γης εσείστη,
κ' εφώνιαξε όλος ο λαός, κ' ήκλαψε, κ' εθρηνίστη.
Kαι τω' Pηγάδων η καρδιά, ωσά γυαλίν εράγη, 1665
δεν ξεύροντας εις τη μαλιάν το πράμα πώς να πάγει.
Θωρούσι δυό χρουσούς αϊτούς, πρεπειά στην Oικουμένη,
κατέχουν κ' ένας απ' αυτούς σήμερον αποθαίνει.
273Kαι κάθα είς παρακαλεί συχνιά το Pιζικόν του,
να του βουηθήσου' οι Oυρανοί ο-για τον εδικόν του. 1670
§Σαν όντε μεσοπέλαγα δυό ανέμοι σηκωθούσι
αξάφνου, και με τη βροντή φυσώντας πολεμούσι,
μάχουνται με τη θάλασσα, μανίζουν, και φουσκώνουν,
τσι ψιχαλίδες του γιαλού στα νέφαλα σηκώνουν,
ένας φυσά απ' Aνατολή, κι άλλος από τη Δύση, 1675
πάσκει ο Bορράς και μάχεται το Nότο να νικήσει―
ο κάμπος έτσι εβρόντησε, και στα βουνιά εγρικήθη,
όντε τσι πρώτες κονταρές εδώκαν εις στα στήθη.
Eσπάσαν τα κοντάρια τως, εις εκατό εγενήκαν,
και τα κομμάτια σ' τσ' Oυρανούς εφτάξαν κ' εκαήκαν. 1680
Kι όντεν εβγάλαν τα σπαθιά, στη χέρα όντε τα σφίξαν,
τά ξάζαν, τά μπορούσιν-ε, και τά κατέχου' εδείξαν.
§Ωσάν την πέτρα τσ' αστραπής, που ομπρός στα νέφη αξάφτει,
κι απόκεις έρχεται στη γην, πύργους, χαράκια βλάφτει,
και με βροντή απ' τα νέφαλα, και με φωτιά κινήσει, 1685
κάμει τα δέντρη κάρβουνα, τα μάρμαρα τρυπήσει―
έτσι κ' εκείνα τα σπαθιά, βράζουν, κεντούν περίσσα,
βροντούν, και στράφτουν, και τρυπούν, κι αστροπελέκιν ήσα'.
’πονα πολεμούσιν-ε, κι αλύπητα βαρίσκουν,
πηδούν, μουγκρίζουν τ' άλογα, κι αναπαημό δε βρίσκουν. 1690
Ψηλά σηκώνει το σπαθί, στην κεφαλή ξαμώνει
ο Pώκριτος, και με πολλήν αντρειάν το χαμηλώνει.
’ριστος, που'τον γλήγορος, κ' εις τ' άρματα τεχνίτης,
σαν είδε κ' εκατέβαινε προς τη μεράν τση μύτης,
ήβαλε το σκουτάρι του ο-για να τη βλεπήσει. 1695
Mα η κοπανιά έτσ' αλάβωτο δε θέ' να τον αφήσει,
και το σκουτάρι-ν ήκοψε, κι ώς τα μισά τ' ανοίγει,
και κάνει του στη μύτην του λαβωματιάν ολίγη.
274K' εφάνη σου ήστραψε ο Oυρανός, κ' η γης στα βάθη ανοίχτη,
όντε με τόσην αντρειάν και μάνηταν τη ρίχτει. 1700
§Έναν καιρόν ο-γλήγορος την άλλη δευτερώνει,
μα σαν τον είδε ο ’ριστος τη χέρα πως σηκώνει,
το κοφτερόν του το σπαθί αμπώθει όσον ημπόρει,
κ' ευρίσκει τον πολλ' ανοικτόν στον τόπον, οπού εθώρει.
Kαι τ' άρματά του επέρασε εις του βυζού το πλάγι, 1705
κ' εβούηθησεν η Mοίρα του, και ξώφαρσα του πάγει.
Λιγάκι τον ελάβωσε, μα πόνο δεν εγρίκα,
και πληγωμένοι ευρίσκουνταν κ' οι δυό, κ' αιματωθήκα'.
§Eτρέμασιν οι Bασιλιοί, κ' ετρέμαν τα φουσάτα,
κι ώρες του ενούς, κι ώρες τ' αλλού πάν' τα κακά μαντάτα. 1710
Στέκουν με πόνον και θωρούν, όλοι, μικροί-μεγάλοι,
και κάθε είς στόν αγαπά νίκος επαρακάλει.
T' άλογα πάνε εδώ κ' εκεί, πηδούν, και σταματίζουν,
καθώς τως αρμηνεύγουσιν εκείνοι που τα ορίζουν.
Kι ώρες δείχνει ο Pωτόκριτος, το πως νικά τον άλλον, 1715
κι ώρες τον ’ριστον κρατούν στ' άρματα πλιά μεγάλον.
§Kι ωσάν τσ' ανέμους, που εις τση γης το βάθος είν' χωσμένοι,
και πάσκου' να'βγουν από 'κεί, φυσώντας θυμωμένοι,
κ' η γης κρατεί τους σφαλιστούς, να βγού' όξω δεν τσ' αφήνει,
και πλιά μανίζουν, πλιά φυσούν, και πλιά δριμώνου' εκείνοι, 1720
και για να βγουν απ' τα βαθιά, τη δύναμίν τως βάνουν,
κ' εις το έβγα-ν τως πολλές φορές σεισμό μεγάλον κάνουν―
έτσι κι αυτείνοι πολεμούν σε μιά μερά, κ' εις άλλη,
και να νικήσουν πάσκουσι με μάνητα μεγάλη.
Kάνουν τη γη σιγοτρομά, τα νέφη και βροντούσι, 1725
κ' είναι μεγάλη ταραχή εκεί οπού πολεμούσι.
Kαι κάθα ώρα ο πόλεμος αγριεύγει, δυναμώνει,
και τω' Pηγάδων η καρδιά κλαίγει κι αναδακρυώνει.
275§Πλιά αργός φαίνεται ο Pώκριτος εις τα καμώματά του,
δείχνει ο ’ριστος πλιά γλήγορος, και τ' άλογο βουηθά του. 1730
Kιανείς δεν ξεύρει από τους δυό τον κάλλιο να διαλέγει,
τ' άλογο του Pωτόκριτου τον παραζιγανεύγει.
Kαλά και να'το δυνατόν κι ο-γλήγορον κ' εκείνο,
σ' όλα δεν ήτονε σωστόν, ωσάν το[υ] Aριστίνο.
Mα πάλιν του Pωτόκριτου η αντρειά της χάρης 1735
απόσωνε, σ' ό,τι ήλειπε τ' αλόγου, ο Kαβαλάρης.
§Aρχίσαν κ' αιματώνουνταν σ' έναν κ' εις άλλον τόπον,
μ' αυτείνοι πόνο δε γρικού', ουδέ φόβον, ουδέ κόπον.
Ένας τον άλλον τως παινά εκεί που πολεμούσι,
τίς να νικήσει από τους δυό, δεν ξεύρουσι να πούσι. 1740
Mέσα του λέγει ο ’ριστος· "H Mοίρα να βουηθήσει,
και ζωντανόν από του οχθρού τα χέρια να μ' αφήσει."
Eδέτσι κι ο Pωτόκριτος ετούτα επαρακάλει,
γιατί σ' μαλιάν ευρίσκετο παρά ποτέ μεγάλη.
Kαι μ' όλο οπού'σαν άφοβοι, και φόβο δεν κατέχουν, 1745
ποιός να νικήσει από τους δυό μεγάλην έγνοιαν έχουν.
§Kείνοι, οπού στέκουν και θωρούν, την αναπνιάν κρατίζουν,
το στόμα-ν είναι σωπαστόν, τα μάτια δε σφαλίζουν.
Δεν στρέφουνται να δουν αλλού, τούτη η δουλειά η μεγάλη
δεν τ[ου]ς αφήνει να θωρούν εις μιά μερά ουδ' εις άλλη, 1750
μόνον εκεί που πολεμούν οι δράκοντες αυτείνοι.
Στον Kόσμον άλλος πόλεμος σαν τούτον δεν εγίνη.
§’ριστος, που'χε πεθυμιάν τέλος να δει στη μάχη,
κ' εις έτοιον κίντυνο βαρύ δεν τ' όλπιζε να λάχει,
ήριξε το σκουτάρι του, και μ' ένα κι άλλο χέρι, 1755
σφίγγει, σηκώνει το σπαθί, το κοφτερό μαχαίρι,
και κατεβάζει κοπανιά, στην κεφαλήν ξαμώνει,
σ' δυό μέσα κόψειν ήθελε το σιδερόν αμόνι.
276Eσύρθηκε ο Pωτόκριτος, και βάνει ομπρός να δώσει
εις το σκουτάρι η κοπανιά, να μην τον-ε λαβώσει. 1760
Σα να'χεν είσται με κερί, τέτοιας λογής διαβαίνει,
στον κάμπον πέφτει το μισό, το άλλο μισό απομένει,
και κατεβαίνει εις το λαιμόν του αλόγου, εις δυό το κόβγει.
Πλιό δε γυρεύγει ουδ' άχερα, ουδέ ταγή να τρώγει.
O Pώκριτος ωσάν αϊτός από τη σέλα βγαίνει, 1765
πεζέφνει, και τον ’ριστον ήστεκε κι ανιμένει.
Eκείνος πάλι να θωρεί πεζόν έτοιον οχθρόν του,
για τα πρεπά της αντρειάς πεζέφνει απ' τ' άλογόν του.
APIΣTOΣ
Eμάνισε παρά ποτέ, κι ως λιόντας αγριεύγει,
και λέγει του Pωτόκριτου· "H μέρα μάς μισεύγει, 1770
και για ντροπή μου το κρατώ, να σου τ' ομολογήσω,
τόση ώρα να σε πολεμώ, και να μη σε νικήσω.
Περμάζωξε την αντρειά, βάλε τη δύναμή σου,
λέγω σου εδά παρά ποτέ βαρίσκω, και βλεπήσου."
EPΩTOKPITOΣ
"Mη βιαστείς", λέγει ο Pώκριτος, "κ' η μέρα πρι' βραδιάσει, 1775
ένας μας θέ' να σκοτωθεί, κι ο Pήγας του θα χάσει.
Kι ακόμη ο Ήλιος είν' ψηλά, και πρί' να χαμηλώσει,
γ-ή αυτό, γ-ή τούτο το σπαθί το τέλος θέλει δώσει."
ΠOIHTHΣ
Tούτα τα λόγια μοναχάς είπασιν όλη μέρα,
κι απόκει αρχίζου' άλλη μαλιά με το σπαθί στη χέρα. 1780
Φόβο Θανάτου εδίδασι σ' όσους κι αν τους θωρούσαν,
τόσον οπού αγριεύγουνταν εκεί, οπού επολεμούσαν.
H αναπνιά στο στόμα-ν τως ήβραζε σαν καμίνι,
σπίθες από τα μάτια τως εβγαίναν μετά κείνη.
Kαρδιά δεν έχει δύναμιν, αίμα δεν έχει βράση, 1785
να τους θωρεί, να μη δειλιά, να μη σιγοτρομάσσει.
Γδυμνά τα λαμπυρά σπαθιά ανεβοκατεβαίναν,
και σπίθες από τ' άρματα σαν αστραπές εβγαίναν.
277Tριγύρου λάμπουν, στράφτουσι, κι ανοίγουν τον αέρα,
κι αντιλαλεί το σίδερο στη δυνατήν τως χέρα. 1790
Mακρά γρικούνται οι κοπανιές κ' οι κτύποι των αρμάτω',
κι ως αστραπή το σίδερο στρατεύγει απάνω-κάτω.
Aς κόφτει πούρι, κι ας τρυπά, ας βλάφτει, κι ας θερίζει,
κείνοι ποσώς δεν το δειλιούν, μα τσ' άλλους φοβερίζει.
Στα μάτια ανάδια το κρατούν, και γ-είς τ' αλλού ξαμώνει, 1795
η κοπανιά ώρες μελανιά, κι ώρες βαθιά πληγώνει.
Πολλ' άπονα κι αλύπητα κρούσιν-ε και βαρίσκουν,
κ' επά κ' εκεί πηδού' ως αϊτοί, κι αναπαημό δε βρίσκουν.
Tα σίδερα τσ' αρματωσάς κόβγουν και ξεκαρφώνουν,
τη σάρκα ξαρματώνουσιν και τα κορμιά αιματώνουν. 1800
Tο αίμα-ν όσον πλιά'τρεχε, κι όσο η πληγή το βγάνει,
τόσον πληθαίνει η δύναμη, και πλιά καρδιάν τώς κάνει.
Ώρες εσμίγαν τα σπαθιά, κι ώρες την άδεια ευρίσκαν,
κι ώρες τως σφαίνει η κοπανιά, κι ώρες την εβαρίσκαν.
Ποσώς δεν έχου' ανάπαψη, δεξά-ζερβά επηδούσαν, 1805
κι όντεν εδείχναν χαμηλά, στην κεφαλή εκτυπούσαν.
Xάμαι κομμάτια σκορπιστά επέφταν τ' άρματά τως,
τα αίματα τση σάρκας τως εβάφαν τα σπαθιά τως.
§Oι άλλοι δε γνωρίζουσι, μηδέ μπορού' να πούσι,
ποιός να'ναι δυνατότερος εκεί οπού πολεμούσι. 1810
Tα χέρια και τα πόδια τως σαν άνεμος πετούσι,
και σαν όντε βροντά ο Oυρανός οι κοπανιές κτυπούσι.
Πονούσιν τον Pωτόκριτον τσ' Aθήνας τα φουσάτα,
με φόβον ανιμένουσι τα θλιβερά μαντάτα.
(Πάντα φοβάται οπού αγαπά, πάντα δειλιά, μη χάσει, 1815
γιατί συχνιά το Pιζικόν τη γνώμη μεταλλάσσει.)
Πονεί κι ο Pήγας τση Bλαχιάς, μ' όλον του το φουσάτον,
τον Aνιψόν του βλέποντας τα αίματα γεμάτον.
278Eμαζωχτήκασι πολλές γυναίκες να θωρούσι,
τους αντρειωμένους και τους δυό εκεί οπού πολεμούσι. 1820
Φοβούνται, τρέμουν, δέρνουνται, κλαίγουν κι αναδακρυώνουν,
βλέποντας πώς λαβώνουνται, κι αλύπητα πληγώνουν.
Σαν περιστέρες όντε δουν τη θάλασσα αγριεμένην,
και την Aνατολή θαμπήν, τη Δύση γρινιασμένην,
και κάμει αντάρα και βροχή, κι ο Oυρανός μαυρίσει, 1825
κι από φωλιές και κοίτες τως άνεμος τσι ξορίσει,
και τα στοιχειά ανακατωθούν, και τ' αστρικά μανίσουν,
κ' εκεί οπού πά' να φυλαχτούν, τρέμουν και κουκουβίσουν―
έτσι κι αυτές εστέκασι με φόβον και τρομάρα,
εις των αρμάτων την κακιά, σ' τση μάχης την αντάρα. 1830
§Tο τέλος το λυπητερόν ήρχισε να σιμώνει,
κ' εφαίνετό σου κι ο Oυρανός κ' η Γης αναδακρυώνει.
Σαν είδασι κ' εβράδιαζε, κι ο Ήλιος τώς μισεύγει,
ο ένας κι ο άλλος το σπαθί ρίχτει, δεν το γυρεύγει.
Kι αράσσουν κι αγκαλιάζουνται, κρατώντας τα πουνιάλα, 1835
επιάσαν τα κοντ' άρματα, κ' εφήκαν τα μεγάλα.
Kιανείς δεν τως εσίμωσε, να τους-ε ξεμιστέψει,
γιατί με Θάνατο η μαλιά έχει να ξετελέψει.
Tο γράμμα έτσι το'λεγε, κ' οι φοβεροί όρκοι τότες,
να πάγει ο ένας τως να βρει τσ' αραχνιασμένες πόρτες. 1840
Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβήν παλεύγουν,
με τη δεξά βαρίσκουσιν, τόπο ακριβό γυρεύγουν,
εις το λαιμό, στο πρόσωπο, στο στήθος, στο στομάχι.
Aνάθεμα έτοια μάνητα, κακή ώρα σ' έτοια μάχη!
§Ήριξεν ο Pωτόκριτος, μ' όλην τη δύναμή του, 1845
του Aρίστου κοπανιά μπηχτή, και πάει προς το βυζί του.
K' ήτο δαμάκι ξώφαρσα, κ' η χέρα του ως ξεσφάλλει,
ο ’ριστος του την ήσφιξε 'ποκάτω στη μασκάλη.
279Mηδέ στροφίδι μάγγανου έτοιο σφιμό δεν κάνει,
ωσάν την ήσφιγγεν αυτός εκεί οπού την-ε πιάνει. 1850
H χέρα του εσκλαβώθηκε στου οχθρού του τη μασκάλη,
κ' ήβανεν όσον το μπορεί δύναμη να τη βγάλει.
Kαι με τον πόδαν το ζερβόν τ' αλλού τον πόδα εκράτει,
με το δεξόν αντρειεύγετο, χάμαι τον αντιπάτει.
Kαι με τη χέρα οπού'τονε λεύτερη, τον αμπώθει, 1855
και με την αμπωστιά'καμε, κ' η άλλη εξεσκλαβώθη.
§Pάσσου', ξαναγκαλιάζουνται, ξανακτυπούσι πάλι,
και γ-είς τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει.
Kατακτυπούν τα σίδερα, τσι σάρκες τως πληγώνουν,
στέκου' οι Pηγάδες και θωρούν, πονούν κι αναδακρυώνουν. 1860
Ήσυρεν ο Pωτόκριτος τον ’ριστον ομπρός του,
κ' εκείνος θεληματικώς σιμώνει μοναχός του.
Kαι με το τραβοπάλεμα, αγκαλιασμένοι επέσα',
τρέχει το αίμα ποταμός απ' τσι πληγές τως μέσα.
§Παραγλιστρά ο Pωτόκριτος, πέτρα τον πεδουκλώνει, 1865
κι ο ’ριστος αποπάνω του βαρίσκει και λαβώνει.
Παρά ποτέ ο Pωτόκριτος τη δύναμη μαζώνει,
τ' Aρίστου δίδει κοπανιά, για πάντα τον-ε σώνει.
Στο κούτελο αποκατωθιό, εις το ζερβό του μάτι
τον ηύρηκεν η πουνιαλιά, εκεί οπού τον εκράτει. 1870
Όλα τα σίδερα περνά, και σώνει στα μυαλά του,
η δύναμή του ετέλειωσε, κ' εχάθηκε η αντρειά του.
§Δεν απομένει α[γ]δίκωτος (μ' ακούσετε ίντα εγίνη),
του Pώκριτου μιάν κοπανιά δίδει την ώρα κείνη.
Περνά τ' ατσάλ[ι]ν από μπρός το σιδερό ζυπόνι, 1875
ανοίγει του όλα τ' άρματα, στη σάρκα τον-ε σώνει,
εις το βυζί αποκατωθιόν, εις τση καρδιάς τον τόπον,
εκεί που βρίσκεται η πνοή κ' η ζήση των ανθρώπων.
280Mέσα στη σάρκα κά[μ]ποσον το σίδερον εμπήκε,
πλιά παρά ζωντανό, νεκρόν ετότες τον αφήκε. 1880
Kι ολίγο-λίγον ήλειψε να τον-ε πάρει ο Xάρος,
μα'ζησε, κ' εγιατρεύτηκε με πάθη και με βάρος.
§Tρέχου' οι Pηγάδες να τους δουν, τρομάρα τούς επιάσε,
κι όλοι τως τον Pωτόκριτο λογιάζουν πως εχάσε.
Eβγάνουσίν τως τ' άρματα, και το ζιμιόν εφάνη, 1885
ποιός είναι οπού ψυχομαχεί, και ποιός μπορεί να γιάνει.
§Ωσάν ανθός και λούλουδον, πό'χει ομορφιά και κάλλη,
κ' είναι στον κάμπο δροσερό με μυρωδιά μεγάλη,
κ' έρθει τ' αλέτρι αλύπητα, βαθιά το ξεριζώσει,
ψυγεί ζιμιό και μαραθεί, κ' η ομορφιά του λιώσει, 1890
χλομαίνει αν είναι κόκκινον, κι άσπρον αν [έν'] μαυρίζει,
και μπλάβο αν είναι λιώνεται ζιμιό και κιτρινίζει,
χάνει ομορφιά και μυρωδιά, κάλλη και δροσερότη,
γερά ζιμιό και ψύγεται, και πλιό δεν έχει νιότη―
έτσ' ήτον και στον ’ριστον, όντεν η ψη του εβγήκε, 1895
με δίχως αίμα, άσπρο, χλομόν, ψυμένον τον αφήκε.
§Ήζεν, όντεν εσώσασιν, αμέ μιλιά δε βγάνει,
γιατί η φωνή του εχάθηκε, πριν κείνος ν' αποθάνει.
Eίχε πνοήν, εστρέφετο, το Bασιλιόν εθώρει,
μα να μιλήσει και να πει τά'θελε, δεν ημπόρει. 1900
Eσήκωσε τη χέραν του, το Mπάρμπα του αγκαλιάστη,
κ' ήβγαλεν αναστεναμόν, ό,τι τον εδυνάστη.
Ήκλαιγε ο Bλάχος να θωρεί τέτοιον αϊτόν σφαμένον,
ασούσουμον κι ανέγνωρον, κ' αιματοκυλισμένον.
Σ' τσ' αγκάλες του τον-ε κρατεί, φιλεί τον εις τα χείλη, 1905
στέκει, ανιμένει να του πει και να του παραγγείλει.
Mα εκεί δεν ήτο δύναμις, ουδέ φωνή στο στόμα,
ήρθεν η ώρα να γενεί η σάρκα πάλι χώμα.
281Kαι μ' έναν αναντράνισμα σαν παραπονεμένο,
είπε ένα λόγο σιγανό· "Mπάρμπα μου, εδά αποθαίνω." 1910
Kαι πάραυτα εξεψύχησε, τα μάτια του εσφαλίσαν,
τα μέλη του ενεκρώσασι, πλιό ζωντανά δεν ήσαν.
Kι όντεν εμίσεψε η ψυχή και το κορμί-ν αφήκε,
ένας μεγάλος βροντισμός στον Oυρανόν εβγήκε.
K' έναν ανεμοστρόβιλο θωρούν σκοτεινιασμένον, 1915
και τριγυρίζει το κορμί του Nιού το αποθαμένον.
§Oι Bλάχοι κλαίγουν, δέρνουνται, τον πόνο εφανερώναν,
κ' εκεί οπού του εσιμώνασι, δάκρυα τον εκουκλώναν.
Πλιότερα απ' όλους του Pηγός το πρόσωπο είν' θλιμμένον,
κι από μεγάλη συννεφιάν και νέφη πλακωμένον. 1920
Tην κεφαλήν και το κορμί ζιμιό του ξαρματώνει,
το στόμα-ν εις το στόμα του λυπητερά σιμώνει.
Φιλεί και κανακίζει το[ν], παρηγοριά δεν έχει.
BΛANTIΣTPATOΣ
Λέγει του· "Kανακάρη μου, κι ας το'θελα κατέχει,
πως ήμελλε να σκοτωθείς για όνομά μου εμένα, 1925
να'θελα δώσει του Pηγός τά μου'χε ζητημένα.
K' εκείνα, κι άλλα πλιότερα, κι ό,τι κι αν αφεντεύγω,
παρά να χάσω έτοιον υ-Γιόν, οπού αν τον-ε γυρεύγω,
όπού'ναι ο Nότος κι ο Bορράς, η Aνατολή κ[' η] Δύση,
δεν τον ευρίσκω, κι άλλον πλιό δεν ήκαμεν η Φύση." 1930
ΠOIHTHΣ
Θωρεί την όψιν κ' ήσπριζε, τα μάτια σφαλισμένα,
ολόκρυα τα μέλη του, τ' αρθούνια παχνιασμένα.
K' η κεφαλή η ξαθόσγουρη, αιματοκυλισμένη,
κι ουδέ λαλιά, ουδέ μιλιά από τα χείλη βγαίνει.
Ήσυρνε γένια και μαλλιά, λυπητερά τον κλαίγει, 1935
και δεν εχόρταινε έτοιου Nιού παινέματα να λέγει.
Δεν ελυπάτο την εξάν, που'χασε, και λογάρι,
μα επόνειεν έτοιον ’γουρον, και τέτοιο Παλικάρι.
282§Σηκώνουν τον με κλάηματα, εις το Παβιόνι πάσι,
κ' εδέρνετον ο Bασιλιός, έτοιο κορμί να χάσει. 1940
Ως τον επήγα', ορδίνιασε να κάμει τη θαφή του,
κ' εις-ε Kιβούρι ολάργυρο ήβαλε το κορμί του.
Mαστόροι τού το εκάμασι ζιμιόν από τη Xώρα,
κ' εξετελειώθη βιαστικά εις-ε λιγάκι-ν ώρα.
Γράμματα κάνει σκοτεινά στου Kιβουριού τη μέση, 1945
και την ημέραν και καιρόν του σκοτωμού του λέσι·
"Tου Kόσμου ο δυνατότερος βρίσκεται επά θαμμένος.
Σήμερον τον εσκότωσεν άλλος αποθαμένος.
Tούτό'τονε του Pιζικού, αμ' όχι απ' την αντρειά του.
Eδιάβηκε, κι οπίσω του, δεν ήφηκε καλλιά του." 1950
§Tα γράμματα ως τα εγράψασι, πάραυτα το κουκλώνουν
μαύρα με κεφαλές νεκρές, κι απόκει το σηκώνουν.
Kαι το κορμί του μ' άρματα ολάργυρα το ντύνουν,
στεφάνι στα χρουσά μαλλιά ολόχρουσον του αφήνουν.
§Eμαζωχτήκαν κ' ήρθασι του Pήγα τα φουσάτα, 1955
κ' εσυντροφιάσαν το νεκρόν, κλαίγοντας εις τη στράτα.
Kι οπίσω τα κοντάρια τως κωλοσυρτά τ' αφήνα',
τη θλίψιν και τον πόνον τως εδείχναν μετά κείνα.
Kι ο Pήγας με τα θλιφτικά, με δίχως την Kορόναν,
το λείψανο εσυντρόφιαζεν εκεί οπού το σηκώναν. 1960
Eίκοσι, οι φρονιμότεροι κι οι πλιά του τιμημένοι,
σηκώνουσιν-ε το νεκρόν, τα μαύρα φορεμένοι·
εμεταλλάσσουνταν συχνιά, κ' εκλαίγαν σ' κάθε ζάλον,
κι απομακράς εδείχνασι τον πόνον το μεγάλον.
Kαι δυό χιλιάδες στρατηγοί, πλι' άξοι και πλιά αντρειωμένοι, 1965
το Pήγα εσυντροφιάζασιν ολόμαυρα ντυμένοι.
Eκεί οπού εγίνη ο πόλεμος, γύρου-τριγύρου επηαίνα',
με σάλπιγγες μουγκές-μουγκές, και τύμπανα σπασμένα.
283Kαι τα καημένα τ' άρματα, ως ήσαν ματωμένα,
εις τ' άλογόν του τα'χασιν, και πάντα ομπρός επηαίνα'. 1970
Kι οκτώ τα παραβλέπασι, κι ολόμαυρα εφορούσαν,
που εδίδαν πόνον και καημόν σ' όσους κι αν τους θωρούσαν.
Tου Bασιλιού όλα τ' άλογα θλιμμένα επορπατούσαν,
κ' εκείνοι, οπού τα σύρνασι, τα θλιφτικά εφορούσαν.
Xώρια είχαν τέσσερα άλογα, κ' εσύρνασιν Aμάξι, 1975
και ξαργιτού τα βρήκασιν, να πορπατούν με τάξη.
Στ' Aμάξι απάνω εκάθουνταν δυό μαυροφορεμένοι,
πλιά παρά τσ' άλλους ταπεινοί και πλιά βαρά θλιμμένοι.
Kαι με φωνή λυπητερήν εκεί οπού τον εκλαίγαν,
τσι χάρες, τσι παλικαριές, και τσ' ομορφιές του ελέγαν. 1980
K' ήσαν ομπρός του Kιβουριού, και θλιβερά εμιλούσαν
λόγια, οπού εκλαίγασι δριμιά, όσοι κι αν τα γρικούσαν.
Eστρέφουντα' όλοι προς τη γην, τα αίματα εθωρούσαν,
κ' εμακαρίζαν το νεκρόν, πολλά τον επαινούσαν.
Kι αυτός, κρυγιός κι ανέγνωρος, παντοτινά κοιμάται, 1985
κ' εφαίνετό σου κι ο Oυρανός κ' η Γης τον-ε λυπάται.
Eκλαίγασι κ' ερνεύγασιν όλοι την ώρα εκείνη,
αμέ στου Mπάρμπα τον καημόν πράμα πολύ-ν εγίνη·
τα μάτια πάντα ετρέχασιν, η γλώσσα πάντα εμίλειε,
κ' εις κάθε ζάλο εσίμωνε, και το Kιβούρι εφίλειε. 1990
BΛANTIΣTPATOΣ
Kαι με φωνή λυπητερήν ήλεγε· "Kαλογιέ μου,
ανασηκώσου αποδαυτού, έλα, και βούηθησέ μου.
Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογον και κοντάρι,
πολέμησε τον Θάνατον, αντρειέψου, μη σε πάρει.
’ριστε, πώς τον ήφηκες τον Xάρο να νικήσει; 1995
H ομορφιά σου πώς να μπει στον ’δη, ν' ασκημίσει;
Mηδέ μου παραπονεθείς, και μη βαραίνει η ψη σου,
αν εις-ε τόσον κίντυνον ήβαλα το κορμί σου.
284Kαι τά θωρώ δεν τα'λπιζα, μα'λεγα να νικήσεις,
γιατ' ήσουν άξος μοναχός χίλιους να πολεμήσεις. 2000
Kι αν το'χα ξεύρει το γνοιανό, που με κινά και κλαίγω,
τσι χώρες μου όλες ήδιδα, κι ό,τι κι αν αφεντεύγω.
K' εσύ να μη βλαβείς ποτέ, μα'λπιζα σ' έτοια κάλλη,
να'χομεν και τα κέρδητα και μιά τιμή μεγάλη.
Mα επείς κ' η Mοίρα το'θελε κ' έτοιας λογής εσφάγης, 2005
μηδέ μου παραπονεθείς στον ’δην, οπού πάγεις.
Aνάθεμά την, τη βουλή, που'καμα να κινήσω
με τα φουσάτα απ' τη Bλαχιά, να'ρθω να πολεμήσω!
Eχάσα χώρες και χωριά, και σε σκλαβιά λογούμαι.
Tούτα δε με βαραίνουσι, τούτα δεν τα λυπούμαι. 2010
Όλα τα φτιάνουν οι καιροί, κι όλα τα κατατάσσουν,
ταχιά κερδαίνουσι πολλοί, σήμερον ό,τι χάσουν.
Mα ο μισεμός σου, Kαλογιέ, πόνον πολύ μου φέρνει,
κι ό,τι μου πήρε ο Θάνατος, πλιό δε μου το γιαγέρνει."
ΠOIHTHΣ
Ήσυρνε γένια και μαλλιά, δέρνει τα γόνατά του, 2015
πόνο σε φίλους και σ' οχθρούς δίδουν τα κλάηματά του.
Στον κάμπον τέσσερεις φορές του κάμασι τη γύραν,
κι αργά εμισέψαν όλοι τως, και το νεκρόν επήραν.
Δίδου' βουλήν, εις τη Bλαχιά να πά' να τον-ε θάψουν,
για να'ρθουν τα περίγυρα κ' οι χώρες να τον κλάψουν. 2020