Το
παρόν απευθύνεται κατά βάση σε εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, και φοιτητές
επιστημών της εκπαίδευσης αλλά και στον οποιοδήποτε και στην οποιαδήποτε ενδιαφέρεται για τις
ατασθαλίες του εκπαιδευτικού συστήματος.
(χρόνος ανάγνωσης: 10 λεπτά)
❃❃❃
Βρισκόμαστε σε μια εποχή των
αλλαγών και ανακατατάξεων, αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν όλοι. Όλο και
λιγότεροι όμως δείχνουν να συνειδητοποιούν ποιοί είναι εκείνοι οι τομείς στους
οποίους μια αλλαγή είναι όντως απαραίτητη· περισσότερο φαίνεται να εμμένουν σε
αλλαγές που προτάσσουν οι νόμοι της μαζοποίησης και παγκοσμιοποίησης, παρά
σε μείζονα ζητήματα που διαφεύγουν της προσοχής μας, με δυσμενείς συνέπειες για
όλους μας ως άτομα και ως κοινωνίες.
Ένα από αυτά τα ζητήματα είναι
και το θέμα της παρούσας διερεύνησης. Άγνωστο στους περισσότερους, στο
οποίο εστιάζει ως επί το πλείστον η σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα και
επιστήμη, σε μεγάλο βαθμό οι κλάδοι της κειμενογλωσσωλογίας και, ίσως, της κοινωνιογωσσολογίας. Το ζήτημα αυτό δεν είναι άλλο από την ύπαρξη της ορθογραφίας και το
βάρος που της δίνουμε κατά την εκπαιδευτική, και όχι μόνο, διαδικασία, το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να μας απασχολεί, καθώς και τις συνέπειες που επιφέρει, πρωτίστως στον ψυχισμό των μαθητών, και κατά συνέπεια σε κοινωνικό επίπεδο.
Βασικοί ορισμοί
Κοινές παρανοήσεις και ερωτήματα σχετικά με
την γλωσσολογία:
- Γλωσσολόγος = φιλόλογος
- Οι γλωσσολόγοι γνωρίζουν όλες τις γλώσσες
- Οι γλωσσολόγοι, όπως και οι φιλόλογοι, δεν κάνουν ορθογραφικά λάθη.
- Η γλωσσολογία είναι περιττή επιστήμη, εφόσον υπάρχουν τόσοι φιλόλογοι για αυτή τη δουλειά
- Είναι η γλωσσολογία επιστήμη;
Βασικά στοιχεία for starters για τον καθηγητή Noam Chomsky εδώ.
Πρώτη επαφή με τη γλωσσολογία και την οπτική της
Η Γλωσσολογία αφορά
και συνεργάζεται με πλήθος άλλων επιστημών, όπως η ψυχολογία, η κοινωνιολογία,
η πληροφορική, η βιολογία, η ανθρωπολογία, η νομική, και η γενετική, ανάλογα με τον κλάδο (βλ εικόνα 1). Ως εκ τούτου,
κειμενογλωσσολογία είναι ο κλάδος της γλωσσολογίας που αφορά την μελέτη των
κειμένων, με μεγάλη έμφαση στον προφορικό λόγο και στον γραπτό μαθητικό λόγο,
και κοινωνιογλωσσολογία η αλληλεπίδραση και σχέση της γλώσσας και κοινωνικών ταυτοτήτων.
Τι είναι πραγματικά η ορθογραφία;
Όλοι έχουμε λίγο-πολύ επαφή με
τον γλωσσικό όρο της ορθογραφίας ως ο γραπτός λόγος μιας γλώσσας, ή, περισσότερο, ως «το πώς να γράφουμε σωστά»· αλλά αν μας ζητούσαν να ανακαλύψουμε το
περιεχόμενο και το νόημα της, τον λόγο ύπαρξής της και τί σκοπό πραγματικά
επιτελεί, θα οδηγούμασταν αυταπάγγελτα σε ενστάσεις.
Ορθογραφία είναι «η γραπτή
απόδοση, απεικόνηση, και αναπαράσταση μιας γλώσσας, είναι η φωτογράφιση του
προφορικού της λόγου, είναι μια σύμβαση, μια συμφωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που
μιλάνε την ίδια γλώσσα, με σκοπό την ορθή επικοινωνία και την ομοιομορφία».
Όμως, όσον αφορά τα ελληνικά (και όχι μόνο), βλέπουμε οτι αυτά που γράφουμε είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που εκφέρουμε με την ομιλία· για παράδειγμα για
τον ρηματικό τύπο «είμαι»: γράφουμε: είμαι, το προφέρουμε: ['ime]*, ενώ θα έπρεπε να το προφέρουμε [eímai] (εΐμαϊ) (όπως πρόφεραν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι που προσπαθούμε να τιμήσουμε με
λάθος τρόπο), ή να το γράφουμε ίμε.
*Περισσότερα για το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο εδώ
Μια έκθεση ενός μαθητή της
Ξυλαγανής -μεγάλου οικισμού του νομού Ροδόπης, με ελληνόφωνους κατοίκους, ωστόσο
με ιδιαίτερο τοπικό ιδίωμα καθώς και Βουλγαρικές και Τουρκικές γλωσσικές επιρροές-, στο μάθημα
της Νεοελληνικής Γλώσσας:
Ποιός θα
μπορέσει να πείσει αυτόν τον μικρό αλλά άριστο ομιλητή της γλώσσας του, αυτή
που μιλάει στην κοινότητά του και έχει σχεδόν αποκλειστικά ακούσει, ότι κάνει
λάθος; Ότι πρέπει να γράφει «πολλά» κι ας λέει «πουλά», να γράφει «έξω» κι ας
λέει «όξου», να γράφει «γράψω» κι ας λέει «γράψου»; Προφανώς θα κληθεί να
εναρμονιστεί με τους κανόνες, γραπτούς και προφορικούς, της Κοινής
Νέας Ελληνικής, αλλά για κοινωνικούς λόγους, όχι επειδή έκανε λάθος, γιατί
λάθος δεν έκανε πουθενά.
Το σημαντικό σημείο αυτής της υπόθεσης
είναι, κατ’ αρχάς, να συνειδητοποιήσουμε οτι ο γραπτός λόγος υπάρχει για
να μας λύνει τα χέρια, όχι να μας τα δένει, υποχρεώνοντας μας σε περιττή
μαθητεία. Δεν υπάρχει κάτι πιο λογικό απ’ το να γράφουμε όπως ακριβώς μιλάμε, ή
απ’ το να μιλάμε όπως ακριβώς γράφουμε («αμφιμονοσημαντότητα»), πόσο μάλλον στο μυαλό ενός παιδιού που
μένει ανεπηρέαστο από κοινωνικές συνθήκες και ιστορικές γνώσεις.
«Ιστορική Ορθογραφία»: σύντομη αναφορά του όρου
Η ορθογραφία της ελληνικής γλώσσας χαρακτηρίζεται ως Ιστορική Ορθογραφία. Ο όρος περιγράφει την ορθογραφία μιας σύγχρονης γλώσσας που δεν
συνάδει με τον σύγχρονο προφορικό λόγο της, εν προκειμένω της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά με αυτον της κλασσικής Αθήνας του 5ου αι., ή των
ελληνιστικών χρόνων αργότερα.
Ακολούθως παρατίθεται ένα
βίντεο με την ανάγνωση την Οδύσσειας του Ομήρου, όπως ακριβώς προφέροταν τότε:
- Γράφουν «ἔννεπε» και προφέρουν
με δύο «ν», όχι ένα.
- Γράφουν «ἐρρύσατο» και
προφέρουν αντίστοιχα με δύο «ρ», όχι ένα.
- Γράφουν «ἐπεί» και προφέρουν [epe'i], όχι [ep'i].
Ένα νεοελληνικό παράδειγμα: εφόσον ένας μαθητής προφέρει [kilik'io], πώς
θα μπορέσει να γράψει «κυλικείο»; Μόνο με καταναγκαστική μαθητεία.
Συνέπειες στον παιδικό ψυχισμό
Τί είναι αυτό που κάνει την
λανθασμένη χρήση της ορθογραφίας τόσο σοβαρό πρόβλημα, κυρίως για τα παιδιά
αλλά και γενικότερα; Όλο αυτό το βάρος και η αξία που δίνουμε στο «σωστό και
λάθος» μεταδίδει κάθε άλλο παρά θετικά μηνύματα. Ένας μαθητής του δημοτικού,
που μόλις έχει ξεκινήσει την ουσιαστική και πρακτική κοινωνικοποίηση και
χτίζει τον χαρακτήρα και τον ψυχισμό του, έρχεται αντιμέτωπος με «λάθη»
που αμαυρίζουν την ψυχολογία του δίχως λόγο και αιτία, και μπορούν κάλλιστα να
τον αποθαρρύνουν απ’ την εκπαίδευση και την μάθηση γενικότερα.
Ένας μαθητής που έχει σαν βαρύτατη αμαρτία το «να γράφει ότι ακούει», ό,τι πιο λογικό δηλαδή, αντικρύζει τον εαυτό του ως κόκκινες σημειώσεις, παρατηρήσεις, και μια μόνιμη ανάγκη για βελτίωση· όχι βελτίωση που θα επωφελήσει τον χαρακτήρα του, τις γνώσεις του, τον ψυχισμό ή την κοινωνικότητα του, βελτίωση σε κανόνες που έρχονται σε αντίθεση με την λογική του. Με το να δέχεται αβίαστα την ταμπέλα του «κακού μαθητή», μόνο και μόνο γιατί δυσκολεύεται να ακολουθήσει ένα τεράστιο πλήθος ξενικών κανόνων, λαμβάνει αυτή την ταυτότητα και σε άλλα επίπεδα της ζωής και κοινωνικότητας του, η οποία τον ακολουθεί για πολύ περισσότερο καιρό και για πολύ σοβαρότερα θέματα. Προστίθεται έτσι ένα ακόμα λιθαράκι στην πλάνη της δήθεν τελειότητας, της εμμονής στην εικόνα και εκπλήρωσης σαθρών στόχων, με παράλλειψη και απαξίωση οποιασδήποτε ιδέας που θα μπορούσε να φέρει πραγματική κοινωνική άνοδο.
Φυσικά πρέπει να καταστεί σαφές
οτι με όσα αναφέρθηκαν δεν υπονοείται κανενός είδους υπονόμευση της ελληνικής γλώσσας, για την δικαιολογημένη αποθέωση και χρησιμότητα της οποίας υπάρχουν χιλιάδες τρόποι να
ενημερωθούμε και να πειστούμε, ούτε βέβαια προτείνεται ως λύση κάποια
υπεραπλούστευση της ορθογραφίας, εφόσον ένα τέτοιο εγχείρημα χρήζει τεράστιας
συζήτησης και μελέτης. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοπητό είναι το τόσο απλό: το παιδί σου δεν είναι προβληματικό επειδή είναι ανορθόγραφο, η κοινωνία είναι. Πιθανότερο είναι να αψηφεί τους κανόνες λόγω ευφυίας, παρά λόγω υποτιθέμενης νοητικής ανικανότητας για συμμόρφωση.
Μία νέα κατεύθυνση της εκπαίδευσης
Αυτό που πρέπει να επισημανθεί
και να μας γίνει νοοτροπία, πρωτίστως ως δάσκαλοι αλλά και ως γονείς ή και μαθητές,
είναι οτι η παρέκλιση στους κανόνες που
καθόλου δεν συνάδουν με την λογική του προφορικού λόγου είναι απόλυτα δικαιολογημένη.
Η αξία του μαθητή -ο οποίος πολλές φορές ξεχνάμε ότι είναι άνθρωπος και όχι
μηχάνημα- δεν πρέπει να εξαρτάται από
την ικανότητα του εγκεφάλου του να παρακούσει τη λογική του. Είναι ένα προσόν,
αλλά δεν καθορίζει την αξία, την ευφυία ή τις μαθητικές του δυνατότητες. Η
σωστή χρήση της γραφής έχει οφέλη σε κοινωνικό επίπεδο, (ένδειξη «μορφώσης») μόνο και μόνο λόγω ύπαρξης αυτής της συμφωνίας. Η ομοιομορφία
είναι κάτι που επιζητείται, καλώς ή κακώς, ειδικά σε τόσο βαρύγδουπες έννοιες όπως αυτές του
έθνους και εθνικής ενότητας, μα αν θα συμβεί θα πρέπει να γίνεται με βάση τον ορθολογισμό, όχι το κατά πόσο
γράφουμε σαν τον Αριστοτέλη και τον Ησίοδο.
Άλλωστε το σπουδαίο και εξαιρετικά
δύσκολο, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί στόχο για όλους τους Έλληνες που ενδιαφέρονται τόσο έντονα για την "μόρφωση" των παιδιών τους, είναι η γνώση της γλώσσας με σαφή όρια· απ’ τη μία:
i) πλήρη γνώση της γραφής
με βάση την περιγραφική ανάλυση της σύγχρονης γλώσσας, του επικοινωνιακού μας μέσου, του "ενοποιητικού μας
παράγοντα", του εργαλείου με το οποίο θα κάνουμε την ζωή μας πιο εύκολη, και από
την άλλη
ii) επίσης βαθιά γνώση της ιστορίας της γλώσσας, των ενδιάμεσων σταδίων,
του τεράστιου συναισθήματος που συνοδεύει κάθε γλώσσα (πόσο μάλλον τα Αρχαία
Ελληνικά και την Ελληνική γενικότερα), με τη μόνη διαφορά ότι θα τίθεται στην
βούληση του καθενός το πόσο έντονη θα είναι η τριβή σε αυτή η γνώση.
Εδώ θα διαδραμματίσει
σημαντικό ρόλο η εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, δηλαδη θα καταστήσει σαφή τη
διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις και θα ενισχύσει όπως πρέπει και κρίνει
την καθεμία.
❃❃❃
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:
Εισαγωγικά εγχειρίδια Γλωσσολογίας:
Fromkin, V. Rodman, R. Hyams, N. 2008. Εισαγωγή στη μελέτη της γλώσσας (επιμ. Γ.
Ι. Ξυδόπουλος). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Lyons, J. 1995. Εισαγωγή στη Γλωσσολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Κειμενογλωσσολογία και Κοινωνιογλωσσολογία:
Αρχάκης, Α. 2011. Γλωσσική Διδασκαλία και Σύσταση των Κειμένων. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη (αναθεωρημένη έκδοση)
Κωστούλα-Μακράκη, Ν. 2001. Γλώσσα και Κοινωνία. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο
Περιγραφική Γραμματική της Νέας Ελληνικής Γλώσσας:
Holton, D. Mackridge, P. Φιλιππάκη-Warburton, Ε. 1999. Γραμματική της Ελληνικής
Γλώσσας. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
Ιστορική Ορθογραφία και Ιστορική Γλωσσολογία:
Μπαμπινιώτης, Γ. 2017. Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας
McMahon, A. M. S. 2005. Ιστορική Γλωσσολογία. Η Θεωρία της Γλωσσικής Μεταβολής. Αθήνα. Εκδόσεις Μεταίχμιο
❃❃❃
Philomαtheia 12 Μαρτίου 2020