(χρόνος ανάγνωσης: 16 λεπτά)
Η γλώσσα έχει από πολύ παλιά συνδεθεί με την καταγωγή. Εκ πρώτης όψεως κάτι τέτοιο φαίνεται λογικό, όλοι έχουμε λίγο πολύ στο μυαλό μας συνυφασμένες τις έννοιες έθνος, λαός, κράτος, χώρα, πολιτισμός, ιστορία, κουλτούρα, τα οποία συνδέονται με τον πιο εναρμονισμένο τρόπο υπό τη σκέπη της γλώσσας. Αυτό όμως συμβαίνει σήμερα, 32 το λιγότερο αιώνες ιστορικής και γλωσσικής εξέλιξης, και ούτε κατά διάνοια καθολικά. Η γλώσσα λειτουργεί ως ενοποιητικός παράγοντας από τις απαρχές της ύπαρξής της, ήταν το μοναδικό λεκτικό μέσο επικοινωνίας, από τους ελάχιστους δείκτες διαφοροποίησης ενός συνόλου ανθρώπων με ένα άλλο.
Αυτή η λανθασμένη σύνδεση της γλώσσας με την καταγωγή, λεπτομέρειες επί της οποίας θα συζητηθούν σε επόμενο άρθρο, γεννά αναπόφευκτα αισθήματα ανωτερότητας στους σύγχρονους Έλληνες, οι οποίοι, μη γνωρίζοντας τα πραγματικά ιστορικά και γλωσσικά δρώμενα και προσπαθώντας να προστατεύσουν την κουλτούρα και τον πολιτισμό που από τόσες μεριές απειλείται στις μέρες μας, υιοθετούν και αναπαράγουν απόψεις που δεν συνάδουν με την πραγματική ιστορία και χρήση της Ελληνικής γλώσσας, τόσο της Αρχαίας όσο και της Νέας.
Ένας από τους συχνότερους τρόπους με τους οποίους αναπαράγονται τόσο ένθερμα και ποικιλίτροπα, συχνά βίαια, οι αναλήθειες, είναι μέσω της υποτιθέμενης ζώσας αρχαίας ελληνικής γλώσσας, η θέση δηλαδή ότι η αρχαία ελληνική είναι ζωντανή, διότι ακόμα ενυπάρχει τόσο στην νέα ελληνική όσο και σε άλλες γλώσσες, σε αντίθεση με κάποιες θέσεις των κλάδων της Κλασικής Φιλολογίας και της Γλωσσολογίας, που την συγκαταλέγουν στις νεκρές γλώσσες.
Ο λόγος για τον οποίο έχει συνδυαστεί τόσο αρνητικά ο όρος “νεκρή γλώσσα” στο μυαλό των Ελλήνων, είναι γιατί αφενός η ορολογία παραπέμπει σε κάτι που έχει πάψει πλέον να υφίσταται, έχει λήξει η διάρκεια ζωής του και έχει βυθιστεί στην ανυπαρξία (κάτι που δεν ισχύει εφόσον είναι διάχυτη η επιρροή των αρχαίων ελληνικών σήμερα) και αφετέρου γιατί διάφοροι δευτέρας διαλογής πολιτικάντηδες έχουν επανειλλημένα χρησιμοποιήσει τον όρο ως δικαιολογία μη διδαχής Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία (κάτι που οφείλεται προφανώς και στην δική τους επιστημονική ασχετοσύνη). Το για ποιούς λόγους είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητο να διδάσκεται η αρχαία ελληνική στα σχολεία δεν είναι θέμα της παρούσας συζήτησης (σε κάθε περίπτωση θεωρείται εδώ δεδομένη η αναγκαιότητά τους) κάτι που ίσως συζητηθεί σε επόμενο άρθρο. Η επιστημονική πραγματικότητα όμως, για να εισέλθουμε στο κυρίως θέμα που μας απασχολεί, δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά.
Για να καταλάβουμε πότε μια γλώσσα θεωρείται νεκρή, πρέπει να γνωρίζουμε ακριβώς τί σημαίνουν οι σχετικοί με αυτή την έννοια όροι. Έτσι, θα αποκαλύψουμε τους λόγους για τους οποίους η Αρχαία Ελληνική βρίσκεται πάνω σε μια λεπτή διαχωριστική γραμμή, χωρίς να είναι ξεκάθαρη η κατηγορία στην οποία ανήκει. Ας δούμε λοιπόν...
Σύμφωνα με τα μέλη του Τομέα Κλασικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών[1], “μία γλώσσα θεωρείται νεκρή όταν συντρέχουν δύο απαραιτήτως προϋποθέσεις: (α) δεν έχει φυσικούς ομιλητές και (β) δεν έχει αφήσει πίσω της (μέσω της εξέλιξής της) γλωσσικούς απογόνους.”
Να σημειωθεί ότι ως φυσικός ομιλητής[2] μιας γλώσσας ορίζεται εκείνος που την χρησιμοποιεί στη δική του συγχρονία ως μητρική. Για παράδειγμα οι Έλληνες εν έτει 2020 είναι οι φυσικοί ομιλητές της Νέας Ελληνικής γλώσσας, γιατί αυτή είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται τόσο προφορικά όσο και γραπτά στη συγχρονία, αυτή τη γλώσσα μαθαίνουν με τη γέννησή τους και συνεχίζουν να χρησιμοποιούν, άσχετα με το αν στο μέλλον διδαχτούν και άλλες γλώσσες, ή αρχαιότερες μορφές της δικής τους. Αντίστοιχα, οι φυσικοί ομιλητές της αρχαίας ελληνικής (της αττικής διαλέκτου δηλαδή, η οποία κακώς συγχέεται με ολόκληρο το διαλεκτικό φάσμα της αρχαίας ελληνικής) ήταν οι κάτοικοι της Αττικής κατά την περίοδο 5ου-4ου αι. π.Χ. εφόσον την είχαν ως μητρική.
Ως ζωντανή γλώσσα[3] ορίζεται “η γλώσσα που έχει ζώντες φυσικούς ομιλητές”. Είναι αξιωσημείωτο δε το γεγονός ότι στο Ehtnologue[4], την επίσημη ιστοσελίδα καταγραφής των ζωντανών γλωσσών (7.117 επί της παρούσης), δεν αναφέρεται η Αρχαία Ελληνική ως ζωντανή γλώσσα.
Ταυτόχρονα, ο Brenzinger (2012:192)[5] αναφέρει τους όρους “νεκρές” και “σχεδόν νεκρές” γλώσσες (“death and near-death”) κάτι που υποδεικνύει την ύπαρξη ενδιάμεσων σταδίων των γλωσσών μέχρι να φτάσουν εν τέλει στον γλωσσικό θάνατο.
Ο “γλωσσικός θάνατος”[6] επέρχεται με έναν από τους δύο τρόπους: είτε μέσω της άμεσης αντικατάστασης της γλώσσας με κάποια άλλη, όπως συνέβη για παράδειγμα με την Κοπτική, που αντικαταστάθηκε από την Αραβική, είτε όταν η γλώσσα διέρχεται φάση ταχείας εξέλιξης ή αφομοίωσης έως ότου τελικά δίνει τη θέση της στο απότοκο αυτής της εξέλιξης, που θεωρείται διαφορετική γλώσσα (ανήκει δε στην ίδια γλωσσική οικογένεια). Η αρχαία Ελληνική φαίνεται να συνάδει με την δεύτερη περίπτωση. Δεν χάθηκε, δεν εξαφανίστηκε, δεν σταμάτησε να υφίσταται σαν γλώσσα διότι κανένας ποτέ δεν μπόρεσε (ή δεν θέλησε) να τη καθυποτάξει γλωσσικά, απλώς στους τόσους αιώνες γλωσσικής εξέλιξης και επηρεασμού από τόσες εκατοντάδες γλώσσες και λαούς, εξελίχθηκε και έφτασε στη σημερινή της μορφή.
Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μια νεκρή γλώσσα παραμένει σε χρήση για επιστημονικούς, νομικούς, ή θρησκευτικούς σκοπούς[7]. Η Σανσκριτική, η Λατινική και η αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική, η Ελληνιστική Κοινή (γλώσσα των Ευαγγελίων, θρησκευτικά κείμενα, προσευχές), η Κοπτική και η αρχαία θιβετιανή γλώσσα είναι ορισμένες από τις αρχαίες γλώσσες που χρησιμοποιούνται ως ιερές γλώσσες.
Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να διασαφηνιστεί πριν την κατακλείδα, είναι το αν η Ελληνική γλώσσα σε όλη την πορεία της είναι μία γλώσσα, ή αν χωρίζεται σε επιμέρους γλώσσες, ανάλογα με την διαφοροποίησή της ανά περίοδο (επεξηγείται στη συνέχεια). Κάτι τέτοιο, καλώς ή κακώς, προσεγγίζεται μόνο μέσα απ' τον ορθολογισμό. Ναι, προφανώς η ελληνική είναι μια γλώσσα που έχει συνέχεια, και οι νεότερες μορφές της αποτελούν εξέλιξη των προηγούμενων, και προφανώς τα όρια μεταξύ των διαφορετικών μορφών της είναι θολά και ασαφή, αλλά είναι γεγονός ότι αυτή η μορφή της γλώσσας[8]:
τοῖσι δὲ Νέστωρ
ἡδυεπὴς ἀνόρουσε λιγὺς Πυλίων ἀγορητής,
τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή·
τῷ δ' ἤδη δύο μὲν γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων
ἐφθίαθ', οἵ οἱ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο
ἐν Πύλῳ ἠγαθέῃ, μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσεν·
(Ομήρου Ιλιάς, Α 247-252 - 8ος αι. π.Χ.)
είναι εντελώς διαφορετική από αυτή[9]:
Οὐ μὲν οὖν ἄδηλον ὅτι τῶν χρησίμων δεῖ διδάσκεσθαι τὰ ἀναγκαῖα· ὅτι δὲ οὐ πάντα, διῃρημένων τῶν ἔργων ἐλευθερίων τε καὶ τῶν ἀνελευθερίων φανερόν, καὶ ὅτι τῶν χρησίμων δεῖ μετέχειν ὅσα τῶν τοιούτων ποιήσει τὸν μετέχοντα μὴ βάναυσον.
(Αριστοτέλους, Πολιτικά, 1337a33–1340b19 - 4ος αι. π.Χ)
και η καθεμία, αντίστοιχα, διαφορετική απ' την επόμενη:
Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν ὀλίγον εἶδεν ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸνἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίῳ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα, καὶ εὐθέως ἐκάλεσεν αὐτούς. καὶ ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ. Καὶ εἰσπορεύονται εἰς Καπερναούμ· καὶ εὐθέως τοῖς σάββασι εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν ἐδίδασκε [...]
(κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, 1.19-1.21[10] - 2ος αι. μ.Χ)
Ἦλθεν οὖν ἐν Θεουπόλει διὰ χρείας τοῦ μοναστηρίου καὶ ὡς ἐχρόνισεν ἐνταῦθα, ἐτελεύτησεν ἐν Δάφνῃ ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Οἱ οὖν τοῦ τόπου κληρικοί, ὡς ξένον ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ ξενοταφίῳ. Τῇ οὖν ἄλλῃ ἡμέρᾳ θάπτουσι γυναῖκα καὶ τιθέασιν αὐτὴν ἐπάνω αὐτοῦ.
(Ιωάννης Μόσχος, Οὐκ ἐᾷ ἐπάνω αὐτοῦ γυναῖκα ταφῆναι[11] - 6ος αι. μ.Χ)
Ό Διγενής ψυχομαχεί κ' η γη τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι' αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμος,
κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κ' η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάση,
πως θα σκεπάση τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφαίς επήδα,
χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
'Σ το βίτσιμά πιανε πουλιά, 'ς το πέταμα γεράκια,
'ς το γλάκιο και 'ς το πήδημα τα λάφια και ταγρίμια.
(Έπος του Διγενή Ακρίτα, ο θάνατος του Διγενή[12] - 10ος αι. μ.Χ.)
Φίλε, τὸ σπλάχνος τὸ πολὺ τὸ ἔχομε μὲ βιάζει
νὰ γράψω πρὸς ἐσὲν γραφὴ πονετικὴ νὰ μοιάζη.
Λοιπὸν ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ κορμιοῦ ἡ θλίψη
καὶ τῶν χεριῶν ὁ τρομασμός, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ λείψη,
οὐδὲ μ’ ἀφήνασιν ποτὲ νὰ πιάσω τὸ κοντύλι,
οὐδὲ ἡ πρίκα μ’ ἄφηνε λόγος νὰ βγῆ ἐκ τὰ χείλη.
(Μαρίνος Φαλιέρος, Ερωτικόν Ενύπνιον, 1-6 [13] - 14ος-15ος αι. μ.Χ)
Ελάτε μ' έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν·
συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,
να βάλωμεν, εις όλα να δίδουν ορισμόν·
οι Νόμοι να 'ν' ο πρώτος και μόνος οδηγός,
και της Πατρίδος ένας να γένη αρχηγός·
(Ρήγας Βελεστινλής, Θούριος, [14] - 19ος αι. μ.Χ.)
Αλλά μετά από τόσα έτη
μετά από τόσο σώμα
σαν κάτι να ’χει αλλάξει
κι απ’ τη μεριά των αγαλμάτων που αγάπησα
(Κική Δημουλά, Πέρασε τόσο σώμα, [15] - 21ος αι. μ.Χ.)
Είναι φανερό ότι η ελληνική γλώσσα έχει συνέχεια, αλλά αν την φωτογραφίσουμε σαν στιγμιότυπο σε κάθε εποχή, και τις συγκρίνουμε σαν δύο εικόνες, βλέπουμε ότι μόλις και μετά βίας καταλαβαίνουμε τα γραφόμενα. Μπορεί το [15] να είναι μακρινή εξέλιξη του [8], δεν έχουν ωστόσο ουδεμία ομοιότητα (φυσικά, η βασική συντακτική/εγκεφαλική δομή είναι η ίδια, και οι ρίζες των λέξεων είναι κοινές, αλλά σαν κείμενα είναι πέρα για πέρα διαφορετικά). Τόσο ώστε χρειαζόμαστε πολύχρονη, κοπιαστική και επιστημονική μελέτη, για να μπορέσουμε να μεταφράσουμε το εν λόγω απόσμασμα· ομηρικό στη προκειμένη περίπτωση. Ελληνικό μεν, ακατανόητο δε. Να σημειωθεί πως ο όρος “φωτογράφιση” της γλώσσας (ανά περιόδους) δεν χρησιμοποιείται μόνο για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου. Το στιγμιότυπο μιας γλώσσας σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο ονομάζεται «χρονόλεκτος» ή «ιστοριόλεκτος» (Hartmann 2015: 76), το οποίο αποκωδικοποιούν τα λεγόμενα «λεξικά περιόδων» (Hartmann 2015: 76, 121)[16]. Επιπλέον, η κάθε χρονόλεκτος, με την άποψη της συγκεκριμένης "εικόνας" της γλώσσας ανά περίοδο, περιέχει έναν μεγάλο βαθμό επισφάλειας, καθώς, τουλάχιστον στη παρούσα παρουσίαση, δεν συνυπολογίζεται η μεταβλητή του κειμενικού είδους (διαφορετική θα είναι η γλώσσα σε ένα νομικό έγγραφο, διαφορετική σε ένα ποίημα, κ.ο.κ.). Επομένως, η διαφορές της μίας μορφής της γλώσσας από την -χρονολογικά- επόμενη, σε μία αυστηρά γλωσσολογική συζήτηση, θα έρπεπε να σμπεριλαμβάνει και την μεταβλητή του κειμενικού είδους ως προς τον καθορισμό της γλωσσικών μεταβολών μεταξύ των περιόδων.
Σύμφωνα με γλωσσολογικά πορίσματα, αλλά και έχοντας ώς άξονα αποκλειστικά και μόνο τη διαίσθηση και τη λογική, βλέπουμε ότι ο δείκτης που καθορίζει τα όρια ανάμεσα σε δύο μορφές μια γλώσσας, για το αν είναι η ίδια γλώσσα η όχι, είναι ο βαθμός κατανόησής της. Επί παραδείγματι, μπορούμε να πούμε ότι το έργο στο [14] είναι η ίδια γλώσσα με τη σημερινή, με μικρές διακριτές διαφορές στο ύφος και στη μορφολογία, αλλά δεν είναι η ίδια γλώσσα με εκείνη στο [8] καθώς, παρ' όλο που διαισθανόμαστε ότι είναι πρόδρομος της σημερινής, χωρίς εκτενέστατη γνώση Ομηρικών Ελληνικών δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για αυτό που γράφει.
Αυτό λοιπόν που μπρούμε να συμπεράνουμε είναι ότι υπάρχει ποσοτική και ποιοτική διάκριση ανάμεσα στους όρους “Αρχαία Ελληνική” και “Ελληνική”. Η Αρχαία Ελληνική του 4ου αι. π.Χ. είναι μια νεκρή γλώσσα, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω, ενώ η Ελληνική (γενικότερα ως γλώσσα, συμπεριλαμβανομένης της εξελικτικής της πορείας) είναι μια ζωντανή γλώσσα, καθώς έχει ζωντανούς φυσικούς ομιλητές. Η Αρχαία Ελληνική ως αυτόνομο γλωσσικό σύστημα πέθανε, τη στιγμή που πέθανε ο τελευταίος φυσικός ομιλητής της. Αυτό άλλωστε είναι και το κριτήριο με το οποίο καταμετρώνται οι ζωντανές γλώσσες στις μέρες μας.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε οτι η Ελληνική μπορεί να είναι από τις ελάχιστες μαρτυρημένες ζωντανές γλώσσες με συνέχεια τουλάχιστον 32 αιώνων, μπορεί να χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα σε πλήθος λέξεων, φράσεων και νοημάτων, μπορεί να έχει επηρεάσει τόσες γλώσσες μέσα απ' τον γλωσσικό δανεισμό, μπορεί να έχουμε την δυνατότητα, μέσω της ετυμολογίας και της επανασύνθεσης, να ανακαλύψουμε τους γλωσσικούς της προγόνους, αλλά για κανέναν λόγο και με κανέναν τρόπο, με βαση όλους τους επιστημονικούς ορισμούς και θέσεις, δεν μπορούμε να πούμε ότι η αρχαία ελληνική είναι ζωντανή γλώσσα.
Η αξία μιας χώρας δεν καθορίζεται από το αν είναι ζωντανή ή νεκρή μια (παν)άρχαια μορφή της. Καθορίζεται από την ποιότητα των πολιτών της στο σήμερα, τη γνώση της ιστορίας του έθνους τους, του σεβασμού έναντι σε όλες τις μορφές της γλώσσας τους και στην πεποίθηση ότι όσο περήφανοι κι αν είμαστε για τους προγόνους μας, δεν παύουμε να έχουμε κι εμείς ευθύνες απέναντι στο έθνος μας, στο σήμερα.
Τα μεγαλεία των προγόνων μας δεν είναι δικά μας μεγαλεία. Αν θέλουμε να τους τιμήσουμε, πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντίστοιχα, ή και καλύτερα έργα από αυτούς. Όχι να σφετεριζόμαστε τα κατορθώματά τους, απολαμβάνοντας τιμές που αξίζουν σε εκείνους.
❃❃❃
[5] Brenzinger, M. 2012. Language Death: Factual and Theoretical Explorations with Special Reference to East Africa. Berlin, Boston: De Gruyter Mouton. https://doi.org/10.1515/9783110870602 p. 192 [7] Παραδείγματα από θρησκευτική χρήση αρχαίων γλωσσών (Βικιπαίδεια) [16] Hartmann, R. R. K. 2015. Διδάσκοντας και ερευνώντας τη Λεξικογραφία. Αφοί Κυριακίδη (Β' έκδοση) σσ. 76, 121
Philomαtheia 28 Σεπτεμβρίου 2020