Η Ελληνική Επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1820-1829), κατά το Τουρκικό εγχειρίδιο
“Οι Έλληνες1, οι οποίοι είχαν περισσότερα προνόμια2 απ’ όλους τους χριστιανικούς λαούς που τελούσαν υπό οθωμανική κυριαρχία, ζούσαν κυρίως στην Ελλάδα3, στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου, στη Δυτική Μικρασία και στα παράλια της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου, όπου ήταν εγκαταστημένοι σε πόλεις και κωμοπόλεις και ασχολούνταν με τις τέχνες και το εμπόριο και ιδιαίτερα με τη ναυτιλία.
Οι Έλληνες είχαν υποταχτεί οριστικά στο οθωμανικό κράτος επί Μωάμεθ του Πορθητή4. Είχαν παραχωρηθεί τότε και σ’ αυτούς, όπως και στους άλλους χριστιανούς, ελευθερίες ως προς τα θέματα θρησκείας και γλώσσας. Στην Πελοπόννησο μάλιστα και στα νησιά του Αιγαίου οι Έλληνες ζούσαν σχεδόν αυτόνομοι5.
Οι Οθωμανοί θεωρούσαν ανώτερους τους Έλληνες από τους άλλους χριστιανούς και τους διόριζαν σε ορισμένες θέσεις και ιδιαίτερα σε θέσεις διερμηνέων6. Ορισμένοι μάλιστα Έλληνες άρχοντες από το Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως προωθούνταν σε θέσεις ηγεμόνων της Βλαχίας και της Μολδαβίας7.
Σε σχέση με τους άλλους χριστιανικούς λαούς οι Έλληνες ήταν πιο εύποροι και πιο φωτισμένοι. Οι σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τη Ρωσία κατά τον 18ο αιώνα συντέλεσαν στη διάδοση εθνικοαπελευθερωτικών ιδεών μεταξύ τους8. Στην πραγματικότητα οι Ρώσοι ήδη από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου9 ξεσήκωναν τους Έλληνες σε κάθε ευκαιρία εναντίον του οθωμανικού κράτους. Όταν στη διάρκεια της εκστρατείας του 1768 ο ρωσικός στόλος είχε καταπλεύσει στην Πελοπόννησο, οι Έλληνες είχαν επαναστατήσει, αλλά η επανάσταση είχε κατασταλεί αμέσως10. Στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης τα ελληνικά πλοία υπό τουρκική σημαία κυκλοφορούσαν ελεύθερα παντού και μονοπώλησαν το εμπόριο της Μεσογείου11. Έτσι πλούτισαν πολλοί Έλληνες που ζούσαν σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης (όπως η Μασσαλία, η Τεργέστη, η Οδησσός) και ίδρυσαν στην Ελλάδα πολλά σχολεία και διέδωσαν σ’ όλους τους Έλληνες τις ιδέες της εθνικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Τις ιδέες τις ενίσχυσε η Γαλλική Επανάσταση. Τέλος οι Έλληνες ίδρυσαν μια μυστική οργάνωση που στόχευε στην απόκτηση της ανεξαρτησίας τους και ονομαζόταν Εθνική Εταιρεία12.
Η Εθνική Εταιρεία ιδρύθηκε αρχικά το 1814 στην Οδησσό από τρία άτομα (δύο Έλληνες και ένα Βούλγαρο)13. Ουσιαστικός στόχος της ήταν η επανίδρυση της αρχαίας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας14. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο τσάρος της Ρωσίας ήταν πληροφορημένοι σχετικά με την ίδρυση της Εταιρείας.
Η Εθνική Εταιρεία ενδυναμώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και ίδρυσε πολλά παραρτήματα στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα. Οι κυριότεροι εύποροι και φωτισμένοι Έλληνες έγιναν μέλη της, ανάμεσά τους και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως15. Αρχηγός της ήταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, γιος του πρώην ηγεμόνα της Βλαχίας και υπασπιστής του τσάρου.
Χάρη στις ενέργειες της Εθνικής Εταιρείας οι Έλληνες είχαν προετοιμαστεί πλήρως για να επαναστατήσουν. Δεν άφηνε όμως περιθώριο για να ξεσπάσει η επανάσταση ο Αλή πασάς16, βαλής των Ιωαννίνων, που ήταν γνώστης όλων των δραστηριοτήτων της Εταιρείας. Όταν πάντως ο Αλή πασάς έκανε τη δική του επανάσταση εναντίον του σουλτάνου, οι Έλληνες επωφελήθηκαν: ενώ οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν απασχολημένες μ’ αυτόν, η Εθνική Εταιρεία αποφάσισε να ξεσπάσει η επανάσταση.”
Σημειώσεις / επεξηγήσεις
1 Χρησιμοποιούνται δύο λέξεις στο τουρκικό κείμενο για την απόδοση του όρου «Έλληνες», “Rum” και “Yunan”. Η πρώτη αποδίδεται γενικά στους Έλληνες της Τουρκοκρατίας: ρωμιούς, ραγιάδες, ενώ η λέξη Yunan = Ίωνες, χαρακτηρίζεται η Ελληνική Επανάσταση και το ελληνικό κράτος. Με τον όρο “Rum” χαρακτηρίζεται και σήμερα η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως.
Για ένα μεγάλο διάστημα Ρούμελη ονομαζόταν ολόκληρο το ευρωπαϊκό οθωμανικό κράτος (Rum-eli, χώρα των Ρωμαίων, Ρωμιών, Ελλήνων, πρβλ. Ρωμυλία). Το άλλο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το ασιατικό, ονομαζόταν Anadolu (Ανατολή).
2 Το θέμα των προνομίων είναι αρκετά σκοτεινό ως προς την έκταση και την εφαρμογή σε διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Βασικό στοιχείο για την εκχώρησή τους υπήρξε η ειδική μνεία στο Κοράνι για τους λαούς της Βίβλου, χριστιανούς και εβραίους. Εδώ λαμβάνονται με την ευρεία έννοια, της παραχωρήσεως δηλαδή ελευθερίας σχετικά με τη θρησκεία, τη γλώσσα, την κοινοτική διοίκηση και άλλα, που ποίκιλλαν κατά τον τρόπο παροχής, το χρόνο και τον τρόπο εφαρμογής. Η πολιτική των προνομίων χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους για να ενισχυθεί το ανθενωτικό πνεύμα των Ορθοδόξων.
Στο κείμενο, πάντως, έμμεσα τονίζεται η «αχαριστία» των Ελλήνων, οι οποίοι, μολονότι είχαν περισσότερα προνόμια, επηρεασμένοι από τους ξένους, επαναστάτησαν.
3 Εννοεί τη Στερεά Ελλάδα.
4 Βλέπε 15η παρατήρηση του βουλγαρικού κειμένου.
5 Προφανώς υπονοούνται τα προνόμια και οι οικονομικές διευκολύνσεις (αχτναμέδες) που χορηγήθηκαν σε ορισμένες περιοχές, όπως τα νησιά (Χίος, Κυκλάδες), η Ήπειρος (Γιάννενα, Ζαγοροχώρια), η Μακεδονία (Μαντεμοχώρια), που παράλληλα εξασφάλιζαν και τα συμφέροντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γ. Κοντογεώργη, 1983, σ. 15. Αντίθετα η Πελοπόννησος δεν έχει προνομιακό καθεστώς και αρχικά παραχωρείται σε Τούρκους τιμαριώτες (βλ. Ι.Ε.Ε., ΙΑ΄, σ. 207). Τον 18ο αι. μεγάλες εκτάσεις κατέχουν Τούρκοι ιδιώτες στο Ναύπλιο, Μεθώνη, Κορώνη (Ι.Ε.Ε. σ. 210), ενώ όλη η Πελοπόννησος διαιρείται σε 24 βιλαέτια, Μ.Β. Σακελλαρίου, Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν 1715-1821, ανατύπωση, Αθήνα 1978, σ. 99. Διοικείται από το «μόρα-βαλεσή» ως πασαλίκι με κέντρο την Τριπολιτσά. Ιδιότυπη εξαίρεση αποτελεί μόνο η Μάνη, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά και αυτοδιοικείται από ντόπιο καπετάνο, τον «μανιάτ-μπέη» (1776-1821), Π. Καλονάρου, Μάνη, εδ. Π. Πατσιλινάκος, Αθήνα 1981, σ. 57.
6 Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης επάνδρωσαν σε μεγάλο βαθμό τον τουρκικό κρατικό μηχανισμό. Ιδιαίτερα διέπρεψαν ως διερμηνείς (δραγουμάνοι).
7 Η ευνοϊκή μεταχείριση των Φαναριωτών από το σουλτάνο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της εκτίμησης και της ειδικής μεταχείρισης που είχαν οι Έλληνες από την Υψηλή Πύλη. Άρα το συμπέρασμα για το μαθητή είναι εύλογα η αχαριστία των Ελλήνων προς τον «ευεργέτη» τους σουλτάνο. Αποσιωπάται τελείως η αδήριτη αναγκαιότητα που επέβαλε τους Φαναριώτες στην τουρκική διοίκηση ως Μεγάλους Διερμηνείς και ως ηγεμόνες στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες (1709-1821). Η ανάγκη επικοινωνίας με τις χώρες της Δύσης (συνθήκες-διομολογήσεις) κατέστησε απαραίτητη την παρουσία των γλωσσομαθών Φαναριωτών, μια και το Κοράνι απαγόρευε την εκμάθηση γλωσσών των απίστων.
8 Οι απελευθερωτικοί αγώνες των Ελλήνων θεωρούνται κινήματα που προήλθαν αποκλειστικά και μόνο από την επαφή των Ελλήνων με τη Ρωσία. Αγνοούνται όλα τα επαναστατικά κινήματα πριν από τον Μεγάλο Πέτρο. Τον 15ο αι. κατά τον τουρκοβενετικό πόλεμο επαναστατεί η Πελοπόννησος. Τον 16ο αι. η Ήπειρος και η Πελοπόννησος, παραμονές της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571). Από το 1600 έως το 1611 ο επίσκοπος Διονύσιος Τρίκκης, ο «Σκυλόσοφος», ξεσηκώνει τη Θεσσαλία και την Ήπειρο.
9 Είναι η εποχή που ο Μεγάλος Πέτρος αναπροσαρμόζει την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, αναζητώντας παράθυρο στο Νότο, και καλεί τους Έλληνες «εις το ασκέρι του και εις το μεγάλο φλάμπουρό του». Από τότε διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι η απελευθέρωση των Ελλήνων θα έρθει από το ξανθό γένος του Βορρά, και αρχίζουν να διαδίδονται οι προφητείες του Αγαθάγγελου, Κ.Ν. Σάθα, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήνησι 1869, σ. 213.
10 Πρόκειται για τα Ορλωφικά κατά τη διάρκεια του Α΄ επί Μεγάλης Αικατερίνης Ρωσοτουρκικού πολέμου (1767-1774), που κλείνει με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, Τ. Αθ. Γριτσοπούλου, Τα Ορλωφικά, εν Αθήναις 1967.
11 Τονίζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι χάρη στη ρωσική σημαία κυκλοφορούσαν ελεύθερα τα ελληνικά πλοία. Η εμπορική και ναυτιλιακή ανάπτυξη των Ελλήνων οφείλεται φυσικά και στη γενικότερη οικονομική και πολιτική συγκυρία στη Μεσόγειο. Επισημαίνουμε ενδεικτικά ορισμένα γεγονότα: την παρακμή της Βενετίας, τη ναυτολόγηση Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τις ελληνικές παροικίες, την αδράνεια του εμπορικού αγγλογαλλικού στόλου λόγω των πολέμων, την πλήρη αδιαφορία των οθωμανικού στρατιωτικού κράτους για το θαλασσινό εμπόριο. Ασφαλώς σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η ναυτική παράδοση των Ελλήνων. Με ιδιαίτερη συμφωνία (1783), που ουσιαστικά ήρθε ως επεξήγηση των ασαφειών της προηγούμενης συνθήκης (1774), τα ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία απέκτησαν το δικαίωμα ελεύθερης ναυσιπλοΐας στα Στενά.
12 Έτσι αποδίδεται η Φιλική Εταιρεία.
13 Προφανώς το σλαβοκατάληκτο όνομα του Γιαννιώτη εμπόρου Αθανασίου Τσακάλωφ οδήγησε τον Τούρκο συγγραφέα να εκλάβει ως Βούλγαρο τον πιο μορφωμένο Έλληνα από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, του οποίου ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ελληνικότητα. Ο Τσακάλωφ είναι γιος του Γιαννιώτη εμπόρου Ιωάννη Τσακάλογλου, που μετοίκησε στη Μόσχα για εμπορικούς λόγους και άλλαξε το όνομά του από Τσακάλογλου στο «ρωσοπρεπές» Τσακάλωφ, κατά τη συνήθεια της εποχής.
14 Ο στόχος της Φιλικής δεν είναι σαφής. Σύμφωνα με την προκήρυξή της «η Εταιρεία συνίσταται από καθ’ αυτό Έλληνας φιλοπάτριδας και ονομάζεται Εταιρεία των Φιλικών. Ο σκοπός των μελών αυτής είναι η καλυτέρευση του Έθνους και, αν ο Θεός το συγχωρέσει, η ελευθερία του» (από κείμενο της Φιλικής στα κρατικά αρχεία της Ρουμανίας, που δημοσιεύτηκε στα Ντοκουμέντα για την ιστορία της Ρουμανίας, τ. Δ΄ σσ. 32-39, βλ. Η Επανάσταση του ’21. ΚΜΕ σ. 76). Η ελληνική άποψη είναι ότι μοναδικός «σκοπός της Φιλικής ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας και πέρα από αυτό δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι αποφασίστηκε οτιδήποτε άλλο, π.χ. ποιο θα ήταν το καθεστώς της ανεξάρτητης Ελλάδας βασιλεία ή αβασίλευτη δημοκρατία» (Ι.Ε.Ε., τ. ΙΑ΄, σ. 425).
15 Νεότερες έρευνες πιστοποιούν τη σχέση του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ με τους Φιλικούς, Θ. Ζώρα, Ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ εις έκθεσιν του Ολλανδού επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Παρνασσός ΙΒ (1976), 127-138. Αντίθετα ο τσάρος, που αρχικά αγνοεί την ύπαρξη της Εταιρείας, θα αντιταχθεί στα σχέδια του Υψηλάντη και των Φιλικών, όπως μαρτυρεί ο Καποδίστριας, απαντώντας σε επιστολή Έλληνα της Οδησσού, Βλ. Μέντελσον-Μπαρτόλδυ, σ. 52.
16 Πράγματι από τους βασικούς λόγους που επέβαλαν την επίσπευση της Επανάστασης ήταν η εμπλοκή της Πύλης σε πόλεμο με τον Αλή πασά. Αλλά ο Αλής ήταν εκείνος που περίμενε εναγωνίως την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, όπως μαρτυρεί και το αλβανικό εγχειρίδιο (σ. 162), το οποίο αναφέρει ότι ο Αλής βοήθησε τη Φιλική Εταιρεία και ανυπομονούσε να ξεσπάσει η Ελληνική Επανάσταση στο Μωριά, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όταν την Άνοιξη του 1820 η Πύλη τον καταδίκασε σε θάνατο, στήριξε τις ελπίδες του στους σαράντα χιλιάδες στρατιώτες του· ήλπιζε μάλιστα ότι ο σουλτάνος θα ζητούσε να συμβιβαστεί μαζί του.
❃❃❃
Αναδημοσίευση: Philomαtheia 24 Μαρτίου 2021
Eυχαριστούμε θερμά όλους όσους εργάστηκαν για τη γλωσσολογική και φιλολογική απόδοση του Εθνικού Ύμνου στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα :
- Ανδρικοπούλου Ειρήνη - Ανδρούδης Γεώργιος
- Αράπογλου Δήμητρα - Γαλάνη Bαϊα-Ευγενία
- Γαλάνης Νικόλαος - Δαμάλα Χρυσούλα
- Δημοπούλου Αγάπη - Ίσαρης Νικόλαος
- Κουμάκη Λεμονιά - Κουτσουμπού Χριστίνα
- Μαυρέας Δημήτριος - Παντελάκη Αρτεμησία
- Παπασπύρου Χρυσόστομος - Πατρινός Ευστράτιος
- Σαπουντζάκη Γαλήνη - Συναδινού Αντωνία
- Σχοιναράκης Γεώργιος - Χριστοδούλου Αλεξάνδρα
- Γκανάτσας Χρήστος
- Λαζαρίδου Ελευθερία
(μαθητές από το Ειδικό Γυμνάσιο-Λύκειο Κωφών και Βαρήκοων Θεσσαλονίκης)
Διερμηνείς ΕΝΓ
Κουρτέση Σπυριδούλα, Τσερέλη Σοφία
- Αμανατίδης Άκης (Actis Filming)
- Σκηνοθεσία-Δ. Παραγωγής
- Μόδης Πέτρος (Actis Filming)
- Συράκης Νίκος - Κάμερα (Actis Filming)
- Ορφανού Μαρία - Ηχολήπτης (Actis Filming)
- Ψωμόπουλος Ορέστης , Α' βοηθός κάμερας
- Σιαφάκα Αλεξάνδρα ,Β' βοηθός κάμερας,
- Μανουσιάκης Δημήτρης , Μακενίστας
- Χαραλάμπους Άγγελος , trainee Β' βοηθός κάμερας
- Σταμπουλής Δημήτρης - Gaffer
- Λυγούρης Παύλος - Key grip
- Ιωάννου Αλέξανδρος - Μουσική
- Μολυβιάτης Βαγγέλης - Post production - Color Grading
- Παναγιωτίδης Πρόδρομος - Προιστ.Υποδ.Δικτ.κ’ Πληρ.ΕΡΤ
- Μακιού Ειρήνη - Make up
- Συνάθης Στράτος - Α’Οδηγός Καλαθ.Δημ.Θεσ/νικης
- Καλαϊτζίδης Δημήτρης - Β’Οδηγός Καλαθ.Δημ.Θεσ/νικης
- Χατζής Σωτήρης - Ηλεκτρ.Δημ.Θεσ/νικης
- Μπαλάσκας Νίκος - Ηλεκτρ.Δημ.Θεσ/νικης
- Βλαχοδήμος Δημήτρης - Ηλεκτρ.Δημ.Θεσ/νικης
- Ναλμπάντης Γρηγόρης - Ηλεκτρ.Δημ.Θεσ/νικης
- Γεράκης Ιωάννης - Χορωδία
- Δασκαλάκης Μάριος - Χορωδία
- Μελιγκοπούλου Μαρία - Χορωδία
- Τζημούρτος Μιλτιάδης - Χορωδία
- Χατζησταύρου Ευάγγελος -Χορωδία
Τόσο οι αρχές του Παρμενίδη για τη λογική όσο και η μακρόχρονη φοίτηση του στην Ακαδημία επηρέασαν τον τρόπο σκέψης του Αριστοτέλη και τον οδήγησαν σε μια ιδεαλιστική φιλοσοφία και την παράλληλη περιφρόνηση προς την τεχνική.Παρά την αφοσίωσή του στον ιδεαλισμό του Πλάτωνα, οι φυσικές επιστήμες τραβούσαν πάντοτε το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη. Η φυσική επιστήμη όμως δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στη θεολογία. Η ακρίβεια που παρέχουν οι μαρτυρίες των αισθήσεων και η πολύχρονη προσεκτική παρατήρηση θα αντικαταστήσουν σταδιακά τη θεολογική προσέγγιση στην αριστοτελική φυσική. Σε αυτό το σημείο, ο Αριστοτέλης αρχίζει να αποδεσμεύεται από τον υπερφυσικό πλατωνικό κόσμο των Ιδεών και να στρέφει το ενδιαφέρον του στην φυσική πραγματικότητα και στην πεποίθηση «πως τη μορφή και τη σημασία του κόσμου θα πρέπει να τις αναζητήσουμε όχι έξω από την ύλη, μα σε στενή σύνδεση μαζί της». Χωρίς να αρνηθεί την ιδέα της αθανασίας της ψυχής, η οποία αναλύεται ξεχωριστά στα «Μεταφυσικά» και τη «Λογική» του καθώς και της επενέργειας της θεϊκής δύναμης, η αποσύνδεση από τη θεωρία της ξεχωριστής ύπαρξης των Ιδεών, θα τον οδηγήσει σε μια λογική προσέγγιση των φυσικών επιστημών.
Στην κοσμολογία του, ο Αριστοτέλης, θα υποστηρίξει την ύπαρξη δύο διαφορετικών κόσμων, αυτού της υποσελήνιας περιοχής και αυτού της περιοχής πέρα από τη σελήνη. Κάθε κόσμος έχει τους δικούς του νόμους και τη δική του κινητική συμπεριφορά. Η περιοχή πέρα από τη σελήνη, είναι ένας κόσμος άφθαρτος και αιώνιος, όπου όλα τα σώματα υπόκεινται σε μια τέλεια κυκλική αρμονική και ομαλή κίνηση. Αντίθετα, στην υποσελήνια περιοχή, περιοχή συνεχών μεταβολών, οι κινήσεις είναι ευθύγραμμες και πεπερασμένες. Σε αυτήν την περιοχή, κάθε κίνηση προϋποθέτει μια ενεργούσα δύναμη (κινούν), η οποία είναι σε συνεχή επαφή με το κινούμενο σώμα. Επίσης, κάθε κίνηση είναι φυσική ή βίαιη (εξαναγκασμένη). Φυσική θεωρείται η ελεύθερη κίνηση των σωμάτων προς τους φυσικούς τόπους τους, είναι πάντοτε ευθύγραμμη και κατακόρυφη. Βίαιη είναι η κίνηση, η οποία προκαλείται από μια εξωτερική δύναμη και οδηγεί το κινούμενο σώμα σε παρέκκλιση από την ευθύγραμμη κίνηση προς τον φυσικό του τόπο.Για τον Αριστοτέλη, το βάρος κάθε σώματος, έχει άμεση επίπτωση στην κινητική του συμπεριφορά. Ο χρόνος κίνησης είναι αντιστρόφως ανάλογος με το βάρος του σώματος, ενώ είναι ανάλογος προς την πυκνότητα των μέσων, μέσα στα οποία κινούνται τα σώματα. Η ίδια λογική, κατατάσσει τα τέσσερα βασικά στοιχεία της γήινης περιοχής σε ομόκεντρους κύκλους, ανάλογα με το βάρος του καθενός. Η σύνδεση της ταχύτητας με το βάρος, στηριγμένη στα δεδομένα της παρατήρησης και της ανθρώπινης εμπειρίας, φαίνεται εύλογη. Θεωρώντας όμως ότι πάντοτε κάποιο σώμα κινείται μέσα σε κάποιο άλλο, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις αναλαμβάνει το ρόλο του κινούντος, ο Αριστοτέλης οδηγείται στην απόρριψη της ιδέας της κίνησης στο κενό και ουσιαστικά στην απόρριψη της ίδιας της ύπαρξης του κενού. Σημαντικό επίσης θεωρείται το γεγονός ότι, δε λαμβάνει υπόψη του τη μορφή του κινούμενου σώματος. Γι' αυτόν, κάθε πράγμα έχει τη δική του φύση και κίνηση και μια τάση προς τη φυσική του κατάσταση. Η ανέλιξη κάθε φυσικού οργανισμού, από την γέννηση έως τη φθορά, αποκαλύπτει τη σκοπιμότητα των πραγμάτων. Η έννοια αυτή του τελικού σκοπού, ως πρωταρχικό αίτιο της κίνησης, είναι χαρακτηριστική της τελολογίας της αριστοτέλειας προσέγγισης του φυσικού κόσμου.
Η άποψη του Αριστοτέλη για την ύπαρξη των δύο κόσμων, αφήνει αρκετά κενά, όπως το πως γίνεται η μετάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλο, ή πως είναι δυνατόν, να αποδίδονται γήινες ιδιότητες, όπως η θερμότητα, σ' ένα ουράνιο σώμα σαν τον Ήλιο, το οποίο αποτελείται μόνο από τον «θεϊκό» αιθέρα. Το γεγονός ότι, ο Αριστοτέλης δεν προχωρά πάντοτε στην πειραματική απόδειξη των θεωριών του, δεν εξηγείται απλά. Ο Lindberg, υποστηρίζει ότι, η επικριτική θέση των νεώτερων επιστημόνων, ως προς τη έλλειψη πειράματος, δεν λαμβάνει υπόψη της αφενός μεν τους μεθοδολογικούς σκοπούς του φιλόσοφου, αφετέρου δε τις ιδιαιτερότητες και τους προσανατολισμούς της εποχής του και τα ερωτήματα στα οποία κλήθηκε εκείνη την εποχή να απαντήσει. Πολύ σημαντική επίσης μπορεί να θεωρηθεί και η άποψη του σχετικά με την ωφελιμότητα ή όχι των εφαρμοσμένων επιστημών. Θα προσθέσουμε το σημαντικό στοιχείο της σημασίας της θεολογικής σκέψης στον Αριστοτέλη. Η κοσμική τάξη, της πέρα από τη σελήνη περιοχής, αποκαλύπτει την έννοια του πρώτου κινούντος, που κατευθύνει την αρμονική κίνηση των πάντων. Για τον Αριστοτέλη, η κίνηση που δημιουργεί τον κόσμο των φαινομένων είναι η ψυχή. Πως όμως η ψυχή που είναι ακίνητη (ακίνητο κινούν) μπορεί να αποτελέσει πηγή κίνησης για τα άλλα πράγματα; Είναι η δύναμη της ψυχής που ελκύει την ύλη. «Η κάθε κίνηση και η κάθε ενέργεια της φύσης, ιδιαίτερα η περιστροφή των ουρανίων σωμάτων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια της ύλης να πλησιάσει την ψυχή». Επισημαίνουμε ότι, για τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι ένα σύμφυτο άτομο από ύλη και ψυχή. Με το Θεόφραστο, μαθητή και διάδοχο του Αριστοτέλη στο Λύκειο, θα σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στις επιστήμες. Αυτός, για πρώτη φορά, θα καθορίσει τα σύνορα και τις σχέσεις φυσικής και μεταφυσικής, μη θεωρώντας την πρώτη υποδεέστερη της δεύτερης, όπως ο δάσκαλός του. Αποσύνδεσε επίσης την επιστήμη των μαθηματικών από τις φυσικές επιστήμες. Την αντίθεσή του εξέφρασε ο Θεόφραστος και στη βοτανική του Αριστοτέλη, η οποία υποστήριζε τη μορφολογική αναλογία μεταξύ ζώων και φυτών και η οποία δεν είναι σωστή, δεδομένου ότι τα μέλη των ζώων είναι μόνιμα, ενώ τα αντίστοιχα των φυτών βρίσκονται σε διαδικασία συνεχούς αλλαγής. Η κυριότερη πάντως συνεισφορά του στον τομέα της έρευνας είναι η σύνδεση της λογικής με τα δεδομένα της παρατήρησης. Σ' αυτό θα στηριχτεί αργότερα ο Στράτωνας και θα αναπτύξει την πρακτική του πειράματος.
Η κριτική της αριστοτελικής προσέγγισης.
Ο Φιλόπονος ήταν ο πρώτος που άσκησε κριτική στις παραδοχές της αριστοτελικής δυναμικής, χίλια χρόνια πριν τον Γαλιλαίο. Η πειραματική απόδειξη στην περίπτωση της σχέσης βάρους και χρόνου στην κίνηση ενός πράγματος δεν είναι ευθέως ανάλογη, πράγμα που η διεξαγωγή ενός απλού πειράματος θα είχε αποδείξει. Μια από τις σημαντικότερες κριτικές, που ασκήθηκε στον Αριστοτέλη, είναι αυτή του Bacon, ο οποίος δεν αρνείται την ύπαρξη πειραμάτων στην αριστοτελική φυσική, αλλά θεωρεί ότι τα αποτελέσματά τους διαστρεβλώθηκαν από τον φιλόσοφο με τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμοστούν στις απόψεις του. Ο Decartes θα οδηγηθεί στην ίδια απόρριψη προσηλωμένος σε μια μηχανοκρατική φιλοσοφία, που εξηγούσε τα πάντα με βάση μαθηματικούς τύπους και η οποία αποδείχτηκε ανεπαρκής για την εξέλιξη άλλης επιστήμης, πέραν των μαθηματικών.
Απουσίαζε όμως τελικά το πείραμα από την αριστοτελική προσέγγιση της φύσης; Το ερώτημα, που πρέπει να τεθεί κατά τον Lloyd, δεν είναι αν οι Έλληνες έκαναν πειράματα, αλλά τι είδους πειράματα μπορούσαν να κάνουν αλλά δεν τα έκαναν. Για παράδειγμα, η αστρονομία, όπως και η μετεωρολογία, είναι επιστημονικά πεδία, η φύση των οποίων δεν παρείχε δυνατότητα χρήσης πειράματος, δεδομένων και των μέσων που διέθεταν οι αρχαίοι Έλληνες. Τα αποτελέσματα των αριστοτελικών θέσεων, τα οποία κρίνονται ενίοτε αυθαίρετα, προέρχονται από Αιγυπτίους ή Βαβυλώνιους αστρονόμους και στηρίζονται στην πολύχρονη παρατήρηση. Η διαφορά ανάμεσα στην προσέγγιση του Αριστοτέλη και των μεταγενέστερων αστρονόμων, όπως ο Πτολεμαίος και αργότερα ο Κοπέρνικος, έχει να κάνει με τον «φυσικό» ή «μαθηματικό» τρόπο προσέγγισης των αστρονομικών φαινομένων. Η επιστημονική εξήγηση των ουρανίων φαινομένων, που επιδιώκει ο Αριστοτέλης, βασίζεται στην «αναζήτηση των πρώτων αρχών, των αιτίων, η εύρεση των οποίων αποτελεί τη μόνη αληθινή εξήγηση των επιμέρους φαινομένων. Ο μαθηματικός, από την άλλη μεριά, δεν ενδιαφέρεται για την αναζήτηση τέτοιων αιτίων. Περιορίζεται στην ανακάλυψη κανονικοτήτων, αριθμητικής ή γεωμετρικής μορφής, πίσω από το χάος των φαινομένων».
Στις παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, που εκτείνονται σε βάθος χρόνου πενήντα ετών, βασίζεται και ένα μέρος των Μετεωρολογικών του, όπου δίνονται οι αιτίες των μετεωρολογικών φαινομένων. Η χρήση αναλογιών, με γεγονότα και εμπειρίες της καθημερινής ζωής, ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Στις περιπτώσεις αυτές, που η χρήση πειράματος είναι πρακτικά αδύνατη, η επίκριση για την απουσία του θα μπορούσε να θεωρηθεί τουλάχιστον άστοχη. Αντίθετα, σε κάποιες περιπτώσεις, όπου υπήρχε δυνατότητα χρήσης πειραματικής μεθόδου, αυτή μαρτυρείται ήδη από την εποχή του Πλάτωνα.
Η σημαντικότερη κριτική όμως, σε σχέση με την απουσία πειραματικής μεθόδου, στοχεύει στη δυναμική του Αριστοτέλη, σε σχέση με αυτήν του Γαλιλαίου ή του Νεύτωνα. Σύμφωνα με τον Lloyd, το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης «δεν κατόρθωσε να διατυπώσει επαρκείς νόμους της κίνησης..», ενώ «...ο Γαλιλαίος γνώρισε τόσο περισσότερες επιτυχίες στο πεδίο αυτό», οφείλεται στο ότι «ενώ ο πρώτος αγνοούσε τελείως την εμπειρική μέθοδο, ο δεύτερος ποτέ του δεν κουράστηκε να επινοεί και να διεξάγει πρακτικές δοκιμές προκειμένου να ενισχύσει τις θεωρίες του». Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε βέβαια το γεγονός ότι, ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να διατυπώσει τους όρους της δυναμικής, στηριζόμενος σε σχεδόν μαθηματικούς συντελεστές, από τους οποίους εξαρτάται η κίνηση ενός αντικειμένου, όπως το βάρος του και η πυκνότητα του μέσου μέσα στο οποίο γίνεται η κίνηση. Είναι η πρώτη απόπειρα διατύπωσης «νόμων» , οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με την αισθητική εμπειρία. Στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης της κίνησης ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι, στην περίπτωση του κενού (όπου δεν υπήρχε αντίσταση του μέσου) η κίνηση θα ήταν άπειρη, έτσι οδηγήθηκε στην άρνηση ύπαρξης κενού, απορρίπτοντας τις σχετικές ατομικές θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων. Αντίθετα, ο Γαλιλαίος υποστήριξε ότι όσο αραιότερο ήταν το μέσο, τόσο περισσότερο πλησίαζαν οι ταχύτητες των σωμάτων που έπεφταν μέσα σε αυτό. Συνεπώς στο κενό όλα τα σώματα θα έπεφταν με την ίδια ταχύτητα. Η διαφορά του Αριστοτέλη με τη νεώτερη φυσική, και το πιθανό ίσως σφάλμα του, είναι η άρνηση του, αφενός μεν να δεχτεί τη δυνατότητα κίνησης στο κενό - καθώς στη νεώτερη φυσική, προκειμένου να διατυπωθούν οι σχέσεις δύναμης, μάζας και ταχύτητας αγνοήθηκαν τα αποτελέσματα της αντίστασης - αφετέρου δε να προβεί σε μερικά απλά τεστ που θα του αποδείκνυαν ότι η σχέση βάρους – ταχύτητας δεν είναι τόσο ανάλογη όσο υποστήριζε.
Στον τομέα της χημείας, ο Αριστοτέλης είχε καταφέρει να διακρίνει διάφορους τρόπους ανάμιξης και συνδυασμού στοιχείων (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται μίξεις και συνθέσεις). Και στον τομέα της χημείας μαρτυρείται η χρήση πειραμάτων. Τα πειράματα αυτά χρησιμοποιούνται για επαλήθευση των ήδη διαμορφωμένων προτάσεων, η γενίκευση όμως των συμπερασμάτων, που εξάγονται από αυτά, οδηγεί πολλές φορές σε λάθος συμπεράσματα. Γι' αυτόν ίσως το λόγο οι πειραματικές αυτές δοκιμές μπαίνουν στο στόχαστρο των νεώτερων ερευνητών. Οι λεπτομερείς αναλύσεις και τα πειράματα που έγιναν κατά καιρούς, ουσιαστικά απέβλεπαν περισσότερο σε βελτίωση λεπτομεριών της βασικής θεωρίας των τεσσάρων στοιχείων, παρά στην ανατροπή της, ή τη δημιουργία μιας πιο επαρκούς θεωρίας.
Η συμβολή, επίσης, του Αριστοτέλη στη βιολογία, χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη συμβολή, που ποτέ έδωσε ένα άτομο στην επιστήμη. Το γεγονός ότι μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του, που ήταν γιατρός, συνέβαλε στην κατανόηση της ιατρικής «σαν προέκταση της θετικής γνώσης». Στα έργα του «Περί ζώων μορίων», «Περί ζώων γεννέσεως» και «Περί ζώων ιστορίαι», καταγράφονται περί τα πεντακόσια είδη ζώων, καθώς επίσης και οι δικές του ανατομικές μελέτες σε πενήντα περίπου είδη. Η βιολογία αποτέλεσε, για το Αριστοτέλη, το προκαθορίσμένο πεδίο χρήσιμοποίησης της λογικής του, καθώς η ταξινόμηση των ζώων σε γένη και είδη, αποσκοπούσε στην ανεύρευση των μορφών μέσα στην ύλη.
Η περίπτωση της ιπποκρατικής ιατρικής.
Η χρήση της διατομής, η οποία εφαρμόστηκε από τον Αριστοτέλη, είναι ήδη γνωστή στους γιατρούς της αρχαιότητας. Ο συγγραφέας του «περί ιερής νούσου» θα στηρίξει την άποψή του σε διατομές σε εγκεφάλους ζώων που έπασχαν από επιληψία, για να αποδείξει τα παθολογικά και άρα φυσικά αίτια της ασθένειας και να καταρρίψει την άποψη της θεϊκής της προέλευσης. Στα ιπποκρατικά κείμενα εντοπίζουμε καταγραμμένες αρκετές περιπτώσεις, όπου περιγράφεται κάτι που μοιάζει με πείραμα, όπως η περίπτωση των πήλινων δοχείων. Τα πειράματα αυτά δεν γίνονται με σκοπό την απόκτηση περαιτέρω γνώσης. Ο στόχος τους είναι, τις περισσότερες φορές, να πεισθούν όσοι αμφιβάλλουν για τις απόψεις των ιατρών ή να ανατρέψουν μια ήδη υπάρχουσα θεωρία. Απόψεις οι οποίες, τις περισσότερες φορές, διατυπώνονται με δογματικό τρόπο και φαίνονται να αποτελούν μέρος μιας γενικότερης γνώσης για τη φύση των πραγμάτων, η οποία όμως πάσχει θεμελίωσης. Τα πειράματα με καθαρτικά και εμετικά, πολλές φορές μας δίνουν την εντύπωση εξελιγμένων πειραμάτων. Στη βάση τους όμως αναγνωρίζουμε τις φιλοσοφικές αρχές της έλξης των ομοίων από τα όμοια, άποψη την οποία είχε απορρίψει ο Αριστοτέλης. Σε περισσότερο εξελιγμένες ανατομικές μελέτες προβαίνουν τόσο ο Ερασίστρατος και ο Ηρόφιλος όσο και ο Γαληνός. Ο τελευταίος θα προχωρήσει σε ανατομίες ζώων, ζωντανών ή νεκρών, ενίοτε και ενώπιον κοινού, προκειμένου να καταγράψει αντιδράσεις και συμπτώματα, τα οποία θα παραλληλίσει με τον ανθρώπινο οργανισμό. Το σημαντικότερο, στις έρευνές τους, είναι ότι καταγράφεται όχι μόνο το πώς είναι κατασκευασμένο ένα όργανο, αλλά για ποιο λόγο είναι έτσι ή ποιο σκοπό εξυπηρετεί. Έτσι διαλευκάνθηκαν ζητήματα, όπως η λειτουργία της πέψης, των καρδιακών βαλβίδων, του νευρικού συστήματος. Με την εξέλιξη της ανατομικής έρευνας σε ανθρώπους, κατά τον 16ο αιώνα, διαπιστώθηκε ότι οι περιγραφές του Γαληνού δεν αντιστοιχούσαν με αυτά που προέκυπταν από τις ανατομές ανθρωπίνων πτωμάτων, οι αναλογίες ήταν ακατάλληλες και πολλά συμπεράσματα είχαν μεγαλοποιηθεί.
Με την πειραματική μέθοδο όμως, δεν λύθηκαν πολλά ερωτήματα φυσιολογίας, βιοχημείας ή παθολογίας και αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη προσπάθειας από μέρους των γιατρών της αρχαιότητας, αλλά στην ανεπαρκή ακόμη ανάπτυξη της χημείας. Αντίθετα, η εμπειρική παρατήρηση και ης παρεπόμενη κλινική περιγραφή της ιπποκρατικής ιατρικής έφτασε σε αξιοσημείωτα επίπεδα τελειότητας. Ο ιπποκρατικός γιατρός ενεργοποιεί και τις πέντε αισθήσεις του στην κλινική παρατήρηση των ασθενών, στις οποίες προσθέτει και τη λογική, με σκοπό την ακριβή διάγνωση. Το εμπόδιο της άγνοιας της εσωτερικής λειτουργίας του ανθρωπίνου σώματος, όμως, θα τον οδηγήσει σε εξαντλητικές, αλλά θεωρητικές περιγραφές νόσων, από τις οποίες λείπει η επαρκής αιτιολόγηση. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την αρχαία ιατρική με βάση τα σημερινά δεδομένα. Και αυτό σίγουρα δεν οφείλεται στην έλλειψη γνώσεων των γιατρών της αρχαιότητας, αλλά κυρίως στο διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των φαινομένων, τότε και τώρα. Η ιατρική κατά την αρχαιότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φιλοσοφία. Ο σημαντικός ρόλος της διατροφής, για την ίαση κάποιων ασθενειών, ήδη εντοπίζεται στις αρχές των Πυθαγορείων. Στις ιδέες των Πυθαγορείων για τους ακέραιους αριθμούς ανάγεται και η ιατρική θεωρία των κρίσιμων ημερών. Τα τέσσερα στοιχεία του Εμπεδοκλή (ριζώματα), αντιστοιχούν με τους τέσσερις χυμούς του ανθρωπίνου σώματος, που αναφέρονται στο «περί φύσιος ανθρώπου». Η δογματική διατύπωση κάποιων παθολογικών ή φυσιολογικών θεωριών, θυμίζουν τα κοσμολογικά κείμενα των φιλοσόφων. Η επιτυχία όμως των ιατρικών πειραμάτων στηρίζεται στη διαρκή πρακτική ενασχόληση των γιατρών με το αντικείμενό τους και στη διαφορά της εκπαίδευσης και της αντίληψης σε σχέση με αυτή των φιλοσόφων.
Συμπεράσματα
Ο Αριστοτέλης βασίστηκε στα δεδομένα της παρατήρησης και της αισθητικής εμπειρίας για να διατυπώσει φυσικούς νόμους, χωρίς όμως να αποδεσμευτεί πλήρως από την επικρατούσα θεολογική άποψη. Είναι η πρώτη προσπάθεια απόδοσης όρων της δυναμικής με μαθηματικούς συντελεστές. Η θεωρία του για την κίνηση των σωμάτων, παρά το ότι αφήνει κάποια κενά, είναι η πρώτη θεωρία κίνησης που λαμβάνει υπόψη της κάποιες φυσικές παραμέτρους, όπως το βάρος του σώματος και η αντίσταση του μέσου. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι δημιούργησε σχεδόν προσωπικά, εντελώς καινούργιους γνωστικούς κλάδους. Οι κριτικές που ασκήθηκαν κατά καιρούς στην αριστοτελική προσέγγιση της φύσης, για την απουσία πειραματικής διαδικασίας σε αυτήν, βασίστηκαν σε γενικεύσεις, για ένα θέμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία. Υπήρχαν τομείς στην αρχαία ελληνική επιστήμη, όπου η χρήση πειράματος ήταν πρακτικά αδύνατη. Σε άλλους πάλι τομείς, η χρήση του πειράματος μαρτυρείται από πολλές πηγές. Στην περίπτωση της ιπποκρατικής ιατρικής, το πείραμα χρησιμοποιείται ευρέως, όχι με σκοπό την επέκταση της γνώσης, αλλά την επαλήθευση κάποιων εμπειρικών δεδομένων. Σε κάθε περίπτωση το πείραμα έρχεται απλά για να επαληθεύσει μια ήδη διατυπωμένη θεωρία, ή για να απορρίψει μία άλλη και ίσως γι' αυτόν το λόγο, τα πειράματα δίνουν ενίοτε λανθασμένα αποτελέσματα. Οι κριτικές που ασκήθηκαν κατά καιρούς στην αριστοτελική φυσική δείχνουν άστοχες, καθόσον δεν λαμβάνουν υπόψη τους, τόσο τις ιδιαιτερότητες και τους προβληματισμούς της κάθε εποχής, όσο και τους μεθοδολογικούς σκοπούς των φιλοσόφων -επιστημόνων. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν αμφισβητείται η σημαντική προσφορά της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και ιατρικής στη νεώτερη επιστήμη.
Βιβλιογραφία
1. Crombie A.Α., Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, μτφρ. Τσίρη Θ. & Αρζόγλου Ι., εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989.
2. Debus Α., Άνθρωπος και φύση στην Αναγέννηση, μτφρ. Τσιαντούλας Τ., Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.
3. Farrington B., Η επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ν. Ραϊση, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1989.
4. Jouanna J., Ιπποκράτης, μτφρ. Δ. Τσιλιβερδής, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998.
5. Κάλφας Β., Φιλοσοφία και επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2005
6. Lindberg D. C., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 1997.
7. Lloyd R., Αρχαία Ελληνική επιστήμη. Μέθοδοι και προβλήματα, μτφρ. Χλ. Μπάλλα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996.
8. Ross W.D., Αριστοτέλης, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1977.
9. Χριστιανίδης Γ., Διαλέτης Δ., Παπαδόπουλος Γ.,. Γαβρόγλου Κ, Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα. Τόμος Β' Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στο Νεότερο Ελληνισμό, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
Από το Historical Quest
Αναδημοσίευση: Philomαtheia 23 Μαρτίου 2021
Το οπερατικό έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Τριστάνος και Ιζόλδη» δε μας διδάσκει. Μας εμπνέει να ερωτευθούμε, να βιώσουμε την αγάπη στις πιο υψηλές εκφάνσεις της, να γίνουμε σάρκα μίας αιώνιας ένωσης που υπερβαίνει την ανθρώπινη ζωή. Ορίστε, λοιπόν, το επιμύθιο αυτού του μουσικού παραμυθιού: η αγάπη και ο έρωτας που βρίσκουν την πραγματική τους διάσταση πέρα από την επίγεια ζωή, επέκεινα του ανθρώπινου μέτρου.
Όλες αυτές οι σκέψεις, μπλεγμένες με έντονα συναισθήματα, μας πλημμύρισαν στο Μέγαρο Μουσικής, όπου η Εθνική Λυρική Σκηνή έδωσε για πρώτη φορά στο αθηναϊκό κοινό να απολαύσουν ένα έργο αξεπέραστο στην ιστορία του bel canto.
Η τραγική ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης αντλεί το θέμα της από το μεσαιωνικό ιπποτικό παραμύθι Tristan του Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ, του οποίου τις ρίζες βρίσκει κανείς στην κέλτικη παράδοση του 12ου αι. Ο μύθος εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές, ωστόσο βασικός άξονας σε όλες αυτές παραμένει ο έρωτας που αυτονομείται και υπερβαίνει τα πρόσωπα που τον έπλασαν.

Από την παράσταση της ΕΛΣ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Ο ανομολόγητος έρωτας…
Το επαναλαμβανόμενο θέμα της αγάπης εμφανίζεται ήδη από την πρώτη σκηνή του έργου. Ο Τριστάνος επιστρέφει στο Βασίλειο της Κορνουάλης, έχοντας στο πλάι του την Ιζόλδη και με σκοπό να την παραδώσει στο θείο του και Βασιλέα της Κορνουάλης Μάρκο. Ενώ το καράβι πλησιάζει τον προορισμό του, από τα χείλη ενός ναύτη ακούγεται ένα τραγούδι αγάπης για μία νέα Ιρλανδή που έμεινε στην πατρίδα της, ενώ ο άνεμος, «σαν την ανάσα της αγαπημένης» κόρης από την Ιρλανδία, οδηγεί το ναυτικό στη δική του πατρίδα.
Το τραγούδι του λυπημένου ναυτικού «σπάει» τη σιωπή της Ιζόλδης, η οποία είναι συντετριμμένη από το χαμό του συζύγου και της πατρίδας της. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ιζόλδη αποφασίζει να μιλήσει στο άκουσμα ενός ερωτικού τραγουδιού, που νομίζει μάλιστα ότι προορίζεται για εκείνη. Η σιωπή της νεαρής ξανθής κρύβει μία αλήθεια ανομολόγητη, που παραμένει επτασφράγιστο μυστικό λόγω του κώδικα της γυναικείας ηθικής της εποχής. Όμως αυτό που δε λέγεται, εκδηλώνεται με άλλους κώδικες επικοινωνίας. Αυτοί είναι το τραγούδι του ναυτικού, το βλέμμα της Ιζόλδης που σμίγει με εκείνο του Τριστάνου και τελικά η σύμπτωση των αντιθέτων που συντελείται στο πρόσωπο του Τριστάνου: ο νικητής όλων των μαχών, το πρότυπο ανδρείας, φοβάται και αποφεύγει το βλέμμα της Ιζόλδης.
Η μοίρα φέρνει πιο κοντά τους δύο άδηλα ακόμη ερωτευμένους. Η Ιζόλδη ζητά να δει τον Τριστάνο και εκείνος εμφανίζεται στη σκηνή επιβλητικός αλλά ευγενικός προς την όμορφη γυναίκα. Οι δύο ήρωες αφήνουν αρκετό χρόνο να περάσει πριν μιλήσουν, σαν να παίρνουν τη θέση τους σε μία μάχη που επίκειται άμεσα. Τη σιωπή σπάει ο Τριστάνος, που μιλά μία γλώσσα άχρωμη, με πλήθος όμως συνδηλώσεων που μαρτυρεί τον ανεξομολόγητο έρωτα του προς την Ιζόλδη: « Η κυρία της σιωπής, σιωπή σε μένα επιβάλλει. Αν κατανοώ αυτό που δεν τολμά να ομολογήσει, δεν ομολογώ αυτό που εκείνη δεν κατανοεί».

Τόρστεν Κερλ (Τριστάνος), Αν Πέτερσεν (Ιζόλδη) στην παράσταση της ΕΛΣ
Μετά από μία λογομαχία γεμάτη πάθος μεταξύ των δύο, αποφασίζουν να πιουν ένα δηλητήριο που θα βάλει τέλος στη ζωή τους. Όμως η υπηρέτρια της Ιζόλδης αντικαθιστά κρυφά το δηλητήριο με ένα μαγικό φίλτρο, που κάνει τους δύο πρωταγωνιστές να ομολογήσουν το μέχρι τώρα ανομολόγητο: τον αμοιβαίο έρωτά τους. Η αντικατάσταση του δηλητηρίου με το φίλτρο του έρωτα αποτελεί τον πρώτο εναγκαλισμό της αγάπης με το θάνατο στο βαγκνερικό έργο.
Το πάθος μεταξύ των δύο ερωτευμένων είναι τόσο έντονο, που κάνει τον Τριστάνο να ξεχάσει την πικρή πραγματικότητα. Το καράβι του πλησιάζει στην Κορνουάλη και αυτός πρέπει να παραδώσει την Ιζόλδη στο Βασιλιά Μάρκο. Μόλις συνειδητοποιούν τι συμβαίνει, οι δύο ήρωες αγκαλιάζονται μέσα σε μία έξαρση συναισθημάτων.

Τόρστεν Κερλ (Τριστάνος), Καταρίνα Νταλάυμαν (Μπρανγκαίνε), Αν Πέτερσεν (Ιζόλδη)
Πάθος και προδοσία…
Η δεύτερη πράξη κινείται μεταξύ του έντονου πάθους και της ανείπωτης προδοσίας. Η Ιζόλδη περιμένει τον Τριστάνο στον βασιλικό κήπο, με τον τελευταίο να αψηφά τον κίνδυνο ανακάλυψής του και να προστρέχει στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Ακολουθεί ένα μακρύ βράδυ μεταξύ των δύο ερωτευμένων, με το θέμα της νύχτας κυριαρχεί στα λόγια τους: «Πάνω μας έλα και πέσε, νύχτα κρυφή και μυστηριώδη», τραγουδά ο Τριστάνος, με την Ιζόλδη να λέει στον αγαπημένο της πως «θέλω να σε παρασύρω εκεί κάτω, μαζί μου στα βάθη της νύχτας, όπου η καρδιά μου μού υπόσχεται το τέλος του λάθους, εκεί που εξαφανίζεται η τρέλα της διαισθανόμενης αυταπάτης». Είναι, λοιπόν η νύχτα το καταφύγιο για τον έρωτα των δύο ηρώων, που προσπαθούν να κρύψουν τα συναισθήματα τους στο σκοτάδι, μακριά από το αμείλικτο φως της ημέρας.

Μακέτες σκηνικών για την παράσταση της ΕΛΣ
Όμως η στιγμή της κορύφωσης των συναισθημάτων των δύο αγαπημένων κυοφορεί την προδοσία που θα τους χωρίσει. Ο Μέλοτ, αδερφικός φίλος του Τριστάνου, που έχει ήδη ανακαλύψει τον κρυφό έρωτα των δύο προσώπων, εμφανίζεται στη σκηνή με τον Βασιλιά Μάρκο, αποκαλύπτοντας στον τελευταίο το μεγάλο μυστικό του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Είναι η στιγμή που εμφανίζεται το πρώτο φως της ημέρας…

Τόρστεν Κερλ (Τριστάνος), Ράινχαρτ Χάγκεν (Μάρκο)
Ο Βασιλιάς, προδομένος από τη στάση του Τριστάνου, αναζητά μια δικαιολογία από τον ήρωα που για τόσα χρόνια τον υπηρέτησε, όμως εκείνος απαντά: «Αυτό που εσύ ζητάς να μάθεις, δε θα το καταλάβεις ποτέ». Τα λόγια του Τριστάνου υμνούν την ακατανίκητη δύναμη του έρωτα, που αρνείται κάθε στάθμιση και συμβιβασμό. Ο ήρωας, εκείνη τη δύσκολη για αυτόν στιγμή, στρέφεται προς την Ιζόλδη με λόγια γεμάτα αγωνία: «Εκεί που τώρα πάει ο Τριστάνος, θέλεις εσύ να τον ακολουθήσεις; Αν δεν υπάρχει σωτηρία, ποιος μπορεί να εξηγήσει στον κόσμο αυτή τη σκοτεινή και απέραντη άβυσσο;». Η Ιζόλδη ανταποκρίνεται στον αγαπημένο της με ένα φιλί και ο Μέλοτ ζητά από το Βασιλιά να αντιδράσει. Η στάση του προδότη φίλου εξοργίζει τον Τριστάνο που καλεί τον φίλο του σε μονομαχία, στην οποία ο ήρωας τραυματίζεται σοβαρά.

Μακέτες κουστουμιών από την παράσταση της ΕΛΣ
Το αιώνιο σμίξιμο…
Στην έκκληση του Τριστάνου προς την Ιζόλδη να τον ακολουθήσει ανταποκρίνεται εκείνη στην τρίτη και δραματικότερη πράξη του έργου, στην οποία βρίσκουμε τον Τριστάνο λαβωμένο, ανάμεσα στα συντρίμμια του κάστρου του. Το σκηνικό πλαίσιο επικοινωνεί με ενάργεια τον εσωτερικό κόσμο του τραγικού ήρωα, ο οποίος, τραυματισμένος σωματικά και ψυχικά, καταριέται το «απαίσιο φίλτρο», που τον βύθισε στον πόνο. Μόνη του παρηγοριά απομένει ο πιστός του ακόλουθος και φίλος Κούρβεναλ . Ο Τριστάνος ποθεί να δει ξανά την αγαπημένη του. Η πραγματικότητα, όμως, του αρνείται αυτή την επιθυμία και η σκέψη της Ιζόλδης τον παρασύρει σε ένα παραλήρημα. «Κούρβεναλ, δεν την βλέπεις;», λέει στο μονάκριβο φίλο του. Η σκηνή είναι δραματική, αφού δείχνει τον ανίκητο ήρωα Τριστάνο να υποκύπτει μπροστά στο χαμό της Ιζόλδης. Εκείνη, ωστόσο, παραμένει πιστή στον αγαπημένο της και φθάνει κοντά του, γεγονός που προκαλεί στον θνήσκοντα Τριστάνο έξαρση χαράς. Πλέον δεν έχει κάτι άλλο να περιμένει και αγκαλιασμένος με την αγαπημένη του αφήνει την τελευταία του πνοή.

Η Ιζόλδη θρηνεί το νεκρό Τριστάνο
Στην Ιζόλδη δε μένει τίποτα άλλο από το να θρηνήσει τον χαμένο της έρωτα με την άρια «Liebestod» («Θάνατος της Αγάπης»), που θα ενώσει για πάντα τους τραγικούς ήρωές. Με το τέλος της άριας, που συνοψίζει στον τίτλο της τα βασικά θέματα του έργου, η Ιζόλδη σμίγει με τον Τριστάνο σε μία ένωση αιώνια που μπορούσε να βρει την τελείωση της μονάχα στην αιωνιότητα του θανάτου.
Το «Τριστάνος και Ιζόλδη» μέσα από τα βιώματα του Βάγκνερ.
Ύμνος στην αιώνια αγάπη, το «Τριστάνος και Ιζόλδη» αποτελεί ένα έργο – καρπό της πολυτάραχης ζωής του Βάγκνερ. Ο γερμανός συνθέτης αποτέλεσε τον «Πατέρα» της γερμανικής όπερας, δίνοντας στην τελευταία τα χαρακτηριστικά εκείνα που την έκαναν να ξεχωρίζει από την ιταλική σχολή όπερας. Τη δεκαετία του 1840 διηύθυνε την όπερα της Δρέσδης, όμως οι ακραίες πολιτικές του πεποιθήσεις τον απέτρεψαν από το να ανεβάσει σειρά έργων του.
Η Γαλλική Επανάσταση του 1848 προκάλεσε επαναστατικό ντελίριο σε πολλές γερμανικές πόλεις, εξάπτοντας τον ενθουσιασμό του Βάγκνερ, που συμμετείχε στην επανάσταση της Δρέσδης του 1849. Η αποτυχία της επανάστασης τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Γερμανία. Εγκαταστάθηκε στη Ζυρίχη, όπου και γνώρισε τον χορηγό του Όττο Βέζεντονκ, που του πρόσφερε χρήματα και στέγη. Ο γερμανός συνθέτης, όμως, ερωτεύτηκε τη Ματίλντε, γυναίκα του ευεργέτη του. Είναι μάλιστα εκείνη που τον ενέπνευσε να συνθέσει το «Τριστάνος και Ιζόλδη», το οποίο, ύστερα από 15 χρόνια, σηματοδότησε με εντυπωσιακό τρόπο την επιστροφή του βαγκνερικού έργου στη γερμανική σκηνή. Η επιστροφή αυτή οφειλόταν εν πολλοίς στον Λουδοβίκο Β’, βασιλιά της Βαυαρίας από το 1864 και θαυμαστή του Βάγκνερ. Υπερήφανος μάλιστα για το ότι τον φιλοξενούσε στην αυλή του, ο βασιλιάς έγραφε στο ημερολόγιό του: «Εγώ δεν είμαι τίποτα, αυτός είναι τα πάντα», ενώ αναφερόταν σε αυτόν ως πρόσωπο «θεϊκό», υποστηρίζοντας πως είναι ο «Μοναδικός και Ασύγκριτος Ένας».

Ματίλντε Βέζεντονκ και Ρίχαρντ Βάγκνερ
Το έργο «Τριστάνος και Ιζόλδη» αποτελεί καρπό της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της ζωής και του ανθρώπου, που, συχνά με τρόπο δραματικό, προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του και να αυτοπροσδιοριστεί μέσα στον κόσμο. Ο Βάγκνερ αποτύπωσε μέσα από τη σύνθεσή του τα βιώματα και τον εσωτερικό του κόσμο, ο οποίος, αν κρίνουμε από το έργο και τη ζωή του, ήταν επαναστατικά ανατρεπτικός και βαθύτατα ρομαντικός…
Το πρελούδιο του έργου «Τριστάνος και Ιζόλδη», καθώς και η περίφημη άρια «Liebestod»:
Αναδημοσίευση: Philomαtheia 19 Φεβρουαρίου 2021
To Nibelungenlied, το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν, των παιδιών της ομίχλης δηλαδή (η λέξη Nebel στα γερμανικά έχει την ίδια ρίζα με την ελληνική λέξη νεφέλη), είναι, ίσως, το ωραιότερο μεσαιωνικό έπος, η αντίστοιχη Ιλιάδα της γερμανικής φιλολογίας. Ένα επικό ποίημα, αγνώστου συγγραφέως, γραμμένο περί τα 1.200 μ.Χ., που συμπαρασύρει τον αναγνώστη στον ξέφρενο καλπασμό των δραματικών του διαλόγων. Βασισμένο σε ένα σύμφυρμα ψηγμάτων της ιστορίας, στοιχείων της γερμανικής παγανιστικής μυθολογίας, θρύλων των σκανδιναβικών χωρών, ακόμη και στις λαϊκές δοξασίες σλαβικών παραμυθιών, αναβιώνει με θαυμαστή λιτότητα τους θρύλους και την εποποιία της ευρωπαϊκής ιπποσύνης, αλλά και την σκοτεινή ανθρώπινη φύση, όπως αυτή παρουσιάζεται στις αρχαίες τραγωδίες.
Ένας αμύθητος θησαυρός, ένας μεγαλόπνοος έρωτας, μια αντιζηλία, ένας στυγερός φόνος, ένας αιματηρός πόλεμος, μια γυναίκα που διψά για εκδίκηση και φτάνει να σκοτώσει ακόμη και το ίδιο της το παιδί, αλλά και νεράιδες, ρωμαλέοι ιππότες, αχρεία, ποταπά ανθρωπάκια, ο προαναγγελμένος όλεθρος... Ο έρωτας και η εκδίκηση, η δόξα και η φιλαργυρία είναι οι προφάσεις που χρησιμοποιεί η ανελέητη μοίρα για να οδηγήσει τους ήρωες στο αμετάκλητο πεπρωμένο, στο φοβερό τέρμα μιας διαδρομής, όπου τους περιμένει ο θάνατος μέσα σ' ένα πρωτοφανές λουτρό αίματος.
Αυτό είναι το μυθολογικό σύμπαν του σκοτεινού και βλοσυρού αυτού ποιήματος, που ενέπνευσε τον Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν στην συγγραφή της διάσημης τριλογίας του Ο Άρχοντας των δαχτυλιδιών, τον Ριχάρδο Βάγκνερ, στην σύνθεση της θαυμαστής τετραλογίας του Το δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, αλλά και τον Φριτς Λανγκ που το μετέφερε υπο δειγματικά στην μεγάλη οθόνη.
Αναδημοσίευση: Philomαtheia 19 Φεβρουαρίου 2021
“Σγουραφιστή σ’ όλο το νουν έχω τη στόρησή σου
και δε μπορώ άλλη πλιο να δω παρά την εδική σου·
χίλιοι σγουράφοι να βρεθού, με τέχνη, με κοντύλι
να θε να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως τηνε δου, χάνεται η μάθησή τως,
γιατί καλλιά ‘ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Εγώ, όντε σ’ σγουράφισα, ήβγαλα απ’ την καρδιά μου
Αίμα και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου·
κι όποια με το αίμα της καρδιάς μια σγουραφιά τελειώση,
κάνει την όμορφη πολλά κι ουδέ μπορεί να λειώση·
πάντα ‘ναι σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει
και ποιος να κάμη σγουραφιά πλιο σαν εμέ κατέχει;”
Το εσωτερικό πορτραίτο του Ερωτόκριτου πλέκεται περίτεχνα χάρις την φαντασία και το πάθος της νεαρής, η οποία όχι μόνο τον σκέφτεται, αλλά βιώνει τον έρωτα μέσα από την δημιουργία μιας εικονικής αναπαράστασης τόσο αληθινής, ώστε κάθε άλλη ωχριά μπροστά της. Μια ζωγραφιά δεν γίνεται μόνο με τα χέρια, με βάση την πραγματική ζωή και εμπειρία, αλλά και με την δύναμη του μυαλού και της ψυχής. Μπορεί να μην τον έχει δει ακόμα, έχει όμως ερωτευτεί την χάρη και ανδρεία που υποδεικνύει η φωνή του, γεγονός που αρκεί για να μπορέσει να σχηματίσει, στο νου της, ανάλογες εικόνες.
Αναφέρει, συγκεκριμένα, πώς όσοι ζωγράφοι κι αν ζωγραφίσουν όμορφα μάτια και χείλη, δεν θα μπορέσουν να αναπαραστήσουν κάτι πιο όμορφο από αυτό που η ίδια φαντάζεται για τον αγαπημένο της. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στα μάτια, καθώς η δύναμη του βλέμματος είναι κινητήρια και εναρκτήρια κατά την αναγεννησιακή αντίληψη της λογοτεχνικής δραστηριότητας. Η δύναμη του βλέμματος είναι τόσο ισχυρή, που η Αρετούσα υποκύπτει και μόνο στη φαντασία του. Αξίζει να σημειωθεί πως ο όρος ζωγραφιά δεν εννοείται κυριολεκτικά, αλλά υφίσταται μόνον μεταφορικά, εικονικά.
Η χρήση εικόνων, όπως και άλλων σχημάτων λόγου, έχουν πολλά οφέλη τόσο στην ποίηση όσο και στην λογοτεχνία εν γένει (αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος, ξεκούραση του αναγνώστη/θεατή, μετάβαση στον φαντασιακό, συχνά ονειρικό κόσμο, κ.ο.κ.). Η ζωγραφιά όμως εμπεριέχει ένα ακόμα στοιχείο: αυτό της αθώας, αγνής, ξάστερης και ρομαντικής υπόστασης του ζωγραφισμένου προσώπου.
Ο Ερωτόκριτος δεν είναι για την Αρετούσα ένας εμφανίσιμος, γοητευτικός νεαρός, τον οποίο ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, καθώς την όψη του δεν ξέρει. Ο Ερωτόκριτος είναι για την Αρετούσα το απόλυτο, το ιδεατό, η απόλυτη έκφανση της νεανικής ομορφιάς, ομορφιάς που ξεπερνά τα συμβατικά όρια των προτύπων της εποχής και μεταβαίνει σε έναν φαντασιακό κόσμο. Έναν κόσμο που ο έρωτας είναι τόσο αγνός ώστε την δεσμεύει και μόνο στην σκέψη του. Η ζωγραφιά της είναι πλασμένη με το ίδιο της το αίμα, η ζωγραφιά της είναι η ίδια, είναι ο έρωτάς της, είναι η δική της αλήθεια, αυτό που η ίδια ξέρει για τον Ερωτόκριτο. Και αυτό που ξέρει, είναι ότι είναι ο ένας και μοναδικός έρωτάς της.
Philomαtheia 14 Φεβρουαρίου 2021

TRANSLATE
popular posts
-
Για το αυθεντικό κείμενο προ της απαιτούμενης για την παρούσα παρουσίαση επεξεργασίας ανατρέξτε στη πηγή στο τέλος του άρθρου. Το ιστολόγ...
-
της Μαίρης Βηλαρά Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόλογο -και γλωσσολόγο- George Curtius (1820-1885), η λέξη Όλυμπος προέρχεται από τη ρ...
-
άποψη θηλυκό η εικόνα ενός τοπίου όπως φαίνεται από ένα συγκεκριμένο σημείο, συνήθως κάπου ψηλά η οπτική γωνία από την οποία βλέπει...
-
Η έννοια της ελπίδας είναι ιδιαίτερα διφορούμενη. Όλοι εκ πρώτης όψεως θα λέγαμε ότι είναι θετικά φορτισμένη - πολύ θετικά μάλιστα. Είναι όμ...
-
Για όλους τους εφήβους και όλες τις έφηβες που χρειάζονται ένα φίλο, μια αδερφή, έναν γονιό ή απλά κάποιον να τους χτυπήσει απαλά στην πλάτη...
-
Εικόνα 1 (από το colossusproject.org) Ιστορικό της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης Με τον όρο Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εννοείται η αρχαία βιβλιο...
-
Η Philomαtheia αναλαμβάνει την επιμέλεια κειμένων όλων των κειμενικών ειδών, όλων των αναγκών, επιπέδων ύφους και παραληπτών. Περισσότερα σ...
-
Σχετική ορολογία, στάδια της ελληνικής γλώσσας (αποσπάσματα), και η πρώτη αποσαφήνιση του τοπίου (χρόνος ανάγνωσης: 16 λεπτά) ❃❃❃ Η γλώσσα έ...
-
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΙΝΔΟΝΗΣΙΑΣ Οι σχέσεις Ελλάδας–Ινδονησίας ιδρύθηκε το 1960 και τα δύο έθνη έχουν καλές σ...
-
μία οπτική Το ποίημα του Σεφέρη Ο γυρισμός του ξενιτεμένου αναφέρεται σε ένα μοτίβο που επανέρχεται ίσως συχνότερα από οποιοδήποτε άλλο,...