Η νόσος της εποχής

(χρόνος ανάνγωσης: 6 λεπτά)

Ζούμε σε μια εποχή σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών ανακατατάξεων. Όλα όσα γνωρίζαμε για τους θεσμούς κάθε τύπου τίθενται υπό αυστηρό -θεμιτό ή αθέμιτο- έλεγχο. Ο θεσμός της οικογένειας έχει αποσαθρωθεί, η εργασία ικανοποιεί τον ναρκισσισμό, η απόκτηση γνώσης αποτελεί το μέσον και όχι τον σκοπό, και η πολιτική ηγεσία συμμετέχει σε έναν αγώνα με πιόνια τους πολίτες, αμοιβή την ματαιοδοξία και στοίχημα την αξιοπρέπεια - στοίχημα που χάνει σε κάθε γύρο.

Σίγουρα φταίνε πολλά, που ξεκινάνε από τον κάθε έναν από εμάς ως άτομα και αναπόφευκτα μεταδίδονται στον κοινωνικό ιστό. Μέσα στην όλη παραζάλη της υποτιθέμενης κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης (το αγγλιστί ‘development’ που μας έχει διαστείλει τα ώτα) αυξάνεται η κατά πολλούς λεγόμενη «κατάθλιψη», η «νόσος της εποχής». Το πολύ κοινότυπο μεν αλλά εύστοχο δε είναι ότι η καταπολέμηση αυτών των τεχνικών εξαπάτησης και ποδηγέτησης της μάζας είναι καθαρά ατομικό ζήτημα. Κοινώς: ναι, η αιτία που είσαι δυστυχισμένος οφείλεται αποκλειστικά σε σένα, άσχετα με τις εξωτερικές συνθήκες και τις επιβαλλόμενες πρακτικές.

Ένας απ’ τους πολλούς τρόπους με τους οποίους είμαστε εμείς υπαίτιοι της δυστυχίας μας είναι η κακή αξιολόγηση των αναγκών μας. Πιο αναλυτικά:

Ας υποθέσουμε ότι ένας δημόσιος υπάλληλος έχει καθαρό μηνιαίο εισόδημα 1.300 ευρώ (ο μισθός από τη δουλειά του και ένα μικρό νοίκι). Κάθε μήνα, ξοδεύει χρήματα για τους λογαριασμούς του, τις βασικές του ανάγκες (τουτέστιν τροφή και είδη υγιεινής για αυτόν και για την οικογένειά του), και συνήθως αποπληρώνει τα τοκοχρεολύσια κάποιου στεγαστικού απ’ το 2009. Προφανώς ξοδεύει και μερικά χρήματα για διασκέδαση, ατομικού ή κοινωνικού τύπου. Ήδη είναι ευκόλως παρατηρήσιμο ότι η ζυγαριά εσόδων-εξόδων μετά βίας ισορροπεί, αλλά σε ανεκτά επίπεδα. Όμως ο δημόσιος υπάλληλος καπνίζει απ’ τα 15 του, είναι αργά πλέον να το κόψει, και δεν μπορεί να φάει χωρίς ένα λίτρο κρασί. Το αμάξι του (συνήθως δίλιτρο αγορασμένο μεταξύ 2005-2010) παραείναι  φιγουράτο και του ‘ρχεται κρίμα να το αποχωριστεί για ένα φιατάκι πόλης. Συν τοις άλλοις, το λογότυπο της Lacoste τον ανεβάζει πολύ στη δουλειά (συνήθως κρύβεται πίσω από το γραφείο αλλά δεν έχει σημασία). Είναι ο τύπος που ξέρει ήδη πού θα ξοδέψει το 1.000.000 ευρώ που εύχεται να κερδίσει στο στοίχημα, κι ας παίζει 0.50€ μετά από κάθε πληρωμή λες και του ανήκουν οι νόμοι των πιθανοτήτων.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι ένας ιδιοκτήτης μεγάλης εταιρίας, με πατέρα και παππού γνωστούς επιχειρηματίες και επαγγελματίες του είδους τους, με δεκάδες ακίνητα και σκάφη μέχρι και στο Μαράθι Δωδεκανήσων, έχει καθαρό μηνιαίο εισόδημα… ούτε ο ίδιος ξέρει πόσα εκατομμύρια. Θα ‘λεγε ο οποιοσδήποτε «Μα τι ανάγκη να έχει αυτός; Μπορεί να έχει ό,τι θελήσει και ποτέ να μην του λείψει τίποτα – σίγουρα θα ‘ναι πολύ ευτυχισμένος».. Ο εν λόγω αλλά και εκάστοτε εκατομμυριούχος όμως κάθε άλλο παρά ευτυχισμένος είναι. Να αυξηθούν τα ακίνητα, να αυξηθούν οι μετοχές, να αυξηθούν οι χορηγίες, να φορέσουμε και το πανάκριβο κοστούμι για να παρακολουθήσουμε την αγαπημένη μας ποδοσφαιρική ομάδα σε ένα γήπεδο της κακιάς ώρας, να φορέσει και η λαίδη μας τουαλέτα από ζβαρόφσκι μη τυχόν την παρεξηγήσουν στην πλατεία Περιστερίου, και βάλε δωρέες, βάλε Μ.Κ.Ο., βάλε εφημερίδες, βάλε το πρεστίζ, βάλε, βάλε… Όσα κι αν έχει, όσα κι αν δείχνει, πάντα θα θέλει περισσότερα. Έχει τόσα, που ψυχικά πλέον δεν τoν καλύπτει τίποτα.

Αυτά που μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτές τις δύο περιπτώσεις ανθρώπων (πιο κοινές απ’ ότι νομίζουμε, σίγουρα όμως όχι οι μοναδικές) είναι ότι άσχετα με το πόσα έχουν πάντα θέλουν περισσότερα, που είτε δεν μπορούν να έχουν, είτε απλώς δεν βρίσκουν τον επιθυμητό κορεσμό με την απόκτησή τους.

Ποιά είναι λύση στο φαινομενικό αδιέξοδο του ανικανοποίητου; Ο καθορισμός των αναγκών, η γνώση της αξίας κάθε αγαθού, και η εγκάρδια εκτίμηση ακόμα και του πιο δεδομένου αντικειμένου της καθημερινότητας. Για να είσαι πλήρης, σωματικά και ψυχικά, δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από ένα πιάτο καλό φαγητό, για τη σημαντικότητα του οποίου θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο. Κυριολεκτικά, αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που άπαξ και λάβει τη θέση που του αρμόζει στη συνείδηση των ανθρώπων, είναι ικανό να μας αλλάξει την ζωή (δεν μιλάμε προφανώς για τις ψυχοσυναισθηματικές μας ανάγκες, αλλά για τις υλικές).

Φυσικά, το να έχουμε φιλοδοξίες και όνειρα για τη ζωή είναι αναπόφευκτο κομμάτι της ύπαρξής μας, από τις ελάχιστες αποδείξεις αυτής, για του λόγου το αληθές. Είναι όμως διαφορετικό το να ζυγίζεις την κάθε κατάσταση, να την γνωρίζεις, και με τα σωστά βήματα να προσπαθείς να τη βελτιώσεις χωρίς παράπλευρες απώλειες και φθορές, και διαφορετικό το να στοχεύεις με μεγαλομανία σε στόχους που ούτε σου ταιριάζουν, ούτε μπορείς να τους αποκτήσεις, και ούτε υπάρχει και συγκεκριμένος λόγος να το κάνεις. Το να ζεις μια αξιοπρεπή ζωή χωρίς ελλείψεις και απωθημένα είναι κάτι ευάρεστο και ευκταίο, το να πασχίζεις να «ανέβεις» μέσα από την ενδυμασία ή την συμμετοχή σε οικονομικά και κοινωνικά δρώμενα μόνο και μόνο για το φαίνεσθαι είναι το λιγότερο αξιολύπητο. Τα υψηλά standards δεν φέρνουν πάντα την ευτυχία, όσο και αν αυτό προσπαθούν να μας ποτίσουν στην προπαγάνδα της εποχής. Το πολύ και το λίγο είναι όροι σχετικοί, τις περισσότερες φορές μάλιστα το λίγο είναι περισσότερο απ’ το πολύ. Άλλωστε, όπως έχει πολλάκις και ορθώς ειπωθεί:

«Το σημαντικό δεν είναι να έχεις ό,τι θες, αλλά να θες ό,τι έχεις»

Όταν απολαμβάνεις κάτι που σου ανήκει, όσο μικρό και ασήμαντο κι αν σου φαίνεται, νιώθεις τόσο μεγάλη πληρότητα που όλα τα αγαθά του κόσμου δεν μπορούν να την υπερκαλύψουν. Όταν επισκευάζεις το ντουλάπι της μητέρας σου γιατί η ίδια δεν μπορεί και βλέπεις την χαρά και την εκτίμησή της, όταν βρίσκεις στο γραφείο σου ως έκπληξη την αγαπημένη σου σοκολάτα, όταν γυρίζεις σπίτι και σε περιμένει ένα πιάτο καλό φαγητό και ζεστό νερό, όταν σε ρωτάνε «Πώς είσαι; Θα ήθελες κάτι; Τι θα μπορούσα να κάνω για σένα;», όταν σου λένε «καλημέρα», όταν σε ξυπνάνε τα κλάματα του μωρού σου, και όταν λες «είμαι πλήρης, δεν μου λείπει τίποτα, έχω όλα όσα θα μπορούσα ποτέ να ζητήσω», τότε όντως… Είσαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Μόνο εσύ ξέρεις γιατί και πώς, και αυτό αρκεί.

Η ολιγάρκεια είναι ο μόνος θησαυρός που δεν εξαντλείται ποτέ.
Μέγας Βασίλειος (330-378 μ.Χ.)

Όταν λοιπόν κατεβάζεις τον αδικαιολόγητα υψηλό  πήχη, όταν γνωρίζεις τί πραγματικά αξίζει, όταν εκτιμάς και τον αέρα που αναπνέεις και γνωρίζεις πώς να κάνεις την ζωή σου καλύτερη, έχεις όλα όσα θες, ακριβώς επειδή θες όσα έχεις. Όταν μονίμως βρίσκεσαι σε ανάγκη πραγμάτων και αγαθών έξω από εσένα, και προσπαθείς να σε υπερβείς, αναπόφευκτα τελματώνεις. Δεν φτάνεις ποτέ εκεί που έχεις εθιστικά ανάγκη να πας, και δεν ικανοποιείσαι ποτέ. Όσα λιγότερα χρειάζεσαι, τόσο πιο ευτυχισμένος είσαι. 


Αν λοιπόν υπάρχει η λεγόμενη «νόσος της εποχής», αυτή είναι το ανικανοποίητο. Το καλό είναι ότι είναι στο χέρι μας. Το κακό; Ότι είναι στο χέρι μας.



Philomαtheia 31 Ιουλίου 2020

0 comments

weekly inspo